«Η ελληνική οικονομία διακρίνεται για τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και βελτίωσης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά για να επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση με τα άλλα κράτη-μέλη. Για την περαιτέρω ανάπτυξη, απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός και εφαρμογή πολιτικών με συνεχή αξιολόγηση».
Αυτό επισημάνθηκε κατά την, πρόσφατη, εκδήλωση παρουσίασης της 5ης Ετήσιας Έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι: Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Θεόδωρος Τσέκερης, ερευνητής Α' του ΚΕΠΕ και επικεφαλής της Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Γιώργος Αλογοσκούφης, καθηγητής ΟΠΑ, πρώην υπουργός Οικονομικών, Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώην γενικός γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και Φίλιππος Σαχινίδης, πρώην υπουργός Οικονομικών.
Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του ΚΕΠΕ, ο κ. Λιαργκόβας, επεσήμανε ότι τα Συμβούλια Παραγωγικότητας συμβάλλουν σημαντικά στον συντονισμό οικονομικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας σε κάθε χώρα.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο κ. Τσέκερης, ο οποίος παρουσίασε την Ετήσια Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, από τα ευρήματα της έκθεσης η ελληνική οικονομία διακρίνεται για τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και βελτίωσης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά για να επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση με τα άλλα κράτη-μέλη. Για την περαιτέρω ανάπτυξη, όπως επισημάνθηκε, απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός και εφαρμογή πολιτικών με συνεχή αξιολόγηση. Αυτό περιλαμβάνει την προώθηση ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία, συστηματική επικαιροποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης με στόχους όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η εδαφική συνοχή, μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, δημιουργία συνεργειών μεταξύ ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων, μείωση περιβαλλοντικού αποτυπώματος, ενίσχυση κυκλικής οικονομίας και μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων.
Σύμφωνα με τον κ. Αλογοσκούφη, για να επιτευχθεί ουσιαστική αναπτυξιακή αλλαγή στην Ελλάδα, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της μείωσης του πληθυσμού. Ένας τρόπος να ξεπεραστούν τα προβλήματα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή μείωση είναι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην παραγωγική διαδικασία. Ωστόσο, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας μέσω της αύξησης της ζήτησης, τα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το προβληματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και οι χαμηλές αποταμιεύσεις/επενδύσεις, επανεμφανίζονται και καταδεικνύουν ότι η δομή της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το 2009. Για να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, μειώνοντας την επιρροή των ολιγοπωλίων και βελτιώνοντας τις αγορές προϊόντων και εργασίας.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση, σημείωσε ο ίδιος, προσφέρει μια ευκαιρία για τολμηρές μεταρρυθμίσεις, καθώς, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, μια κυβέρνηση διαθέτει την πολιτική δύναμη για να υλοποιήσει αποφασιστικές αλλαγές παρά το πιθανό πολιτικό κόστος.
Ο κ. Λαμπριανίδης, στην ανάλυσή του, αναφέρθηκε στη σημασία μιας θεμελιώδους μεταστροφής στο αναπτυξιακό παράδειγμα της Ελλάδας. Υποστήριξε την απόρριψη της πολιτικής «φτηνής ανάπτυξης» υπέρ μιας πορείας προς την «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία εδράζεται στην αξιοποίηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και στην καινοτομία, με στόχο την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, επισήμανε τις προκλήσεις που ενυπάρχουν σε αυτή τη διαδικασία, όπως η ανάγκη για ισχυροποίηση των θεσμών, η δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών και η εδραίωση ενός αναπτυξιακού κράτους που θα έχει τη δυνατότητα εντοπισμού ευκαιριών και εφαρμογής αναπτυξιακής πολιτικής.
Επιπρόσθετα, ο κ. Λαμπριανίδης έθιξε το ζήτημα της παραγωγικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενίσχυση του μεγέθους και της παραγωγικής τους ικανότητας μέσω διαδικασιών συνεργασιών, συμμετοχής σε αλυσίδες αξίας, υποστήριξης από κατάλληλες δομές και διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού. Τόνισε, επίσης, τη σημασία της διεθνούς αναδιάταξης και της εκμετάλλευσης ευκαιριών για την Ελλάδα, ως κρίσιμο παράγοντα στην πορεία προς μια βιώσιμη και ανταγωνιστική οικονομική ανάπτυξη.
Τελευταίος ο κ. Σαχινίδης τόνισε ότι, για να επιτευχθεί αναπτυξιακό άλμα στην Ελλάδα, είναι αναγκαία η χρηματοδότηση παραγωγικών επενδυτικών σχεδίων, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία και ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους για έρευνα, καινοτομία, πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις. Σημαντικές χαρακτήρισε τις μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση αναποτελεσματικοτήτων τη δημόσια διοίκηση και δικαιοσύνη, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την κωδικοποίηση της νομοθεσίας, την ψηφιοποίηση διαδικασιών, την επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης και τις θεσμικές αλλαγές για τη διευκόλυνση της αγοράς. Απαραίτητη κρίνει την αναβάθμιση του ρόλου της μεταποίησης και του αγροτικού τομέα, την ενίσχυση κλάδων όπως η ενέργεια και οι τεχνολογίες πληροφορικής, καθώς και την ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων.
Τέλος, ανέφερε τη σημασία της μετάβασης στην πράσινη οικονομία «με το ερώτημα να παραμένει αν οι τρέχουσες επενδύσεις θα ενισχύσουν ουσιαστικά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας».