Για παραπομπή του σε δίκη με συνοπτικές διαδικασίες και με βάση καταγγελίες υπόδικου πρώην πράκτορα της ΕΥΠ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πόρισμα προκαταρκτικής εξέτασης που διενήργησε η ΕΥΠ, κάνει λόγο σε δήλωσή του ο πρώην υπουργός και βουλευτής, Μιχάλης Καρχιμάκης, σχολιάζοντας σχετικό δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας.
Μεταξύ άλλων, στη δήλωσή του ο κ. Καρχιμάκης σημειώνει τα ακόλουθα:
Ακόμα μία φορά, κατά την εξέταση της υπόθεσης που στήθηκε εναντίον μου από υπόδικους εκπροσώπους του υποκόσμου, βρίσκομαι αντιμέτωπος με πρωτοφανή φαινόμενα λειτουργίας ορισμένων εκπροσώπων της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Πρώτη πράξη του παραλογισμού, αποτέλεσε η άνευ προηγουμένου, επιβολή εγγυοδοσίας εις βάρος μου, του 1.000.000 ευρώ, όταν την ίδια στιγμή σε υποθέσεις παιδεραστών, εμπόρων ναρκωτικών, βιαστών, εμπόρων όπλων, καταχραστών του δημοσίου χρήματος κλπ η ελληνική δικαιοσύνη επιβάλλει σαφώς χαμηλότερα ποσά. Η εις βάρος μου αυτή εγγύηση, η οποία ουδέποτε καταβλήθηκε από εμένα η οποιονδήποτε άλλο για εμένα, φυσικά αποσύρθηκε λόγω κατακραυγής από την κοινή γνώμη και από μεγάλη μερίδα του νομικού κόσμου.
Στη συνέχεια, επιχειρήθηκε η άστοχη, παράνομη, παράτυπη και μεθοδευμένη συσχέτιση της υπόθεσης, με το προφανώς άσχετο σχέδιο Πυθία και τώρα κάποιοι λειτουργοί της δικαιοσύνης στη χώρα μας πρωτοτυπούν και πάλι, αποδεικνύοντας ότι η δικαιοσύνη μπορεί να λειτουργεί όχι μόνο με δύο ταχύτητες, αλλά και με ταχύτητα φωτός όταν επιλεκτικά και στοχευμένα επιλέγουν να το πράξουν κάποιοι.
Έτσι, σε πρωτοφανείς χρόνους για τα ελληνικά δεδομένα και σε διάστημα δέκα ημερών, Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και μάλιστα Τμήμα Διακοπών, μελέτησε δικογραφία χιλιάδων σελίδων, συνήλθε σε διάσκεψη και παραμονές Δεκαπενταύγουστου, εξέδωσε το βούλευμα της παραπομπής μου σε δίκη για την ανυπόστατη, δόλια και αβάσιμη κατηγορία που έχει κατασκευαστεί εις βάρος μου από υπόδικο και καταδικασθέντα πρώην πράκτορα της ΕΥΠ.
Αλλά και για το άλλο «έγκλημα» που διέπραξα, να ασκήσω κοινοβουλευτικό έλεγχο στα πλαίσια των καθηκόντων μου ως σκιώδους υπουργού Εθνικής Άμυνας και χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και ανθρώπινων ζωών, στελεχών των ενόπλων δυνάμεων που έμπαιναν σε κίνδυνο.
Βασιζόμενο, αποκλειστικά, στην έωλη και στημένη καταγγελία ανυπόληπτου, υπόδικου και καταδικασθέντος προσώπου, το οποίο για γεγονότα που δήθεν τελέστηκαν το 2005, θυμήθηκε να τα καταγγείλει το 2013, με προφανείς ιδιοτελείς του σκοπιμότητες, το Συμβούλιο παρέβλεψε τα αδιάσειστα στοιχεία που προκύπτουν από τα αμετάκλητα πορίσματα των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων της ΕΥΠ, σύμφωνα με τα οποία, ουδεμία ένδειξη τέλεσης των επίδικων αδικημάτων προέκυψε κατά τον ενδελεχή έλεγχο που η ΕΥΠ, ως αρμόδια υπηρεσία για την προστασία της εθνικής μας ασφάλειας, έκανε μέσω της διενέργειας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης.
Υποβίβασε τα πορίσματα-πρακτικά, τα οποία αποδομούν πλήρως το κατηγορητήριο, σε απλά έγγραφα της Γραμματείας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της ΕΥΠ και αβίαστα κατέληξε σε παραπεμπτικό διατακτικό, σημειώνοντας ρεκόρ ταχύτητας και προχειρότητας κατά τη μελέτη και αξιολόγηση της δικογραφίας.
Με την αβάσιμη κρίση του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενίσχυσε και επανατροφοδότησε ακόμα και την κορωνίδα του παραλογισμού σε αυτή την καθόλα στημένη υπόθεση. Δηλαδή, την άστοχη και ασφαλώς μεθοδευμένη διασύνδεση της υπόθεσής μου με το σχέδιο Πυθία και τη δικογραφία για τις υποκλοπές.
Παρέλειψε, όμως, το Συμβούλιο να σπουδαιολογήσει ότι ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός το έτος 2013 , στην «αγωνία» του να με εμπλέξει με τις άσχετες υποθέσεις Πυθία και υποκλοπές, αυθαίρετα και βεβιασμένα συνένωσε την υπόθεσή μου με αυτές. Για να έρθει λίγους μήνες μετά να ζητήσει το διαχωρισμό τους, επιβεβαιώνοντας το λάθος του.
Άλλωστε ο σκοπός της διάδοσης στην κοινή γνώμη ότι «εμπλέκομαι» στο σχέδιο Πυθία και τις προεκτάσεις του είχε επιτευχθεί.
Είναι δυσοίωνο στις μέρες μας ο ανώτατος υπερασπιστής των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ευνομούμενης πολιτείας, της εφαρμογής των δημοκρατικών αξιών και θεσμών, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη Δικαιοσύνη, να καταλείπει σκιές ως προς την αμεροληψία της, την ακεραιότητα και αντικειμενικότητά της, παρέχοντας έτσι σε κάθε οργανωμένο εγκληματία ευρύ πεδίο να διασύρει και να σπιλώνει τιμές και υπολήψεις.
Προσδοκώ όμως, ακόμα, πιστεύω και θέλω να έχω εμπιστοσύνη, πως η Ελληνική Δικαιοσύνη, έστω και στον επόμενο βαθμό, θα πράξει το καθήκον της και θα αποκαταστήσει την ηθική και νομική τάξη.