Ένας λευκός άνδρας ηλικίας 38 ετών διέπραξε την Πέμπτη μια «στοχευμένη», κατά την αστυνομία, επίθεση στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας Capital Gazette στην Αννάπολις, την πρωτεύουσα της Πολιτείας Μέριλαντ των ΗΠΑ, σκοτώνοντας πέντε ανθρώπους, μια τραγωδία που βύθισε στο πένθος αυτή τη μικρή, συνήθως ήσυχη πόλη, περίπου μία ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο από την Ουάσινγκτον.
Επρόκειτο για μια «στοχευμένη επίθεση εναντίον της Κάπιταλ Γκαζέτ», είπε ο Μπιλ Κραμπφ, αξιωματικός της αστυνομίας στην Αννάπολις, προσθέτοντας πως η εφημερίδα είχε δεχθεί απειλές μέσω ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης.
Τέσσερα από τα θύματα του οπλοφόρου υπέκυψαν επιτόπου, το πέμπτο υπέκυψε στο νοσοκομείο όπου διακομίστηκε. Άλλοι δύο άνθρωποι τραυματίστηκαν, πάντως ελαφρά.
Ο αξιωματικός της αστυνομίας δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αν ο δράστης της επίθεσης, που χρησιμοποίησε τουφέκι, είχε στόχο συγκεκριμένους δημοσιογράφους ή τους εργαζόμενους στην εφημερίδα συλλήβδην. Οι αστυνομικοί που διενεργούν την έρευνα εστιάζουν στη σχέση του δράστη με την εφημερίδα.
Ο δράστης, που ζει στο Μέριλαντ, κατονομάστηκε από την ίδια την Κάπιταλ Γκαζέτ και την εφημερίδα Baltimore Sun ως Τζάροντ Ράμος. Οι δύο εφημερίδες επικαλέστηκαν πηγές προσκείμενες στις υπηρεσίες ασφαλείας.
Το 2012, ο Ράμος είχε κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον του Έρικ Χάρτλι, τότε δημοσιογράφου και επιφυλλιδογράφου της Κάπιταλ Γκαζέτ, και του Τόμας Μάρκαρτ, τότε διευθυντή της εφημερίδας. Το 2015, η δικαιοσύνη δικαίωσε την εφημερίδα και τον πρώην συνεργάτη της, σύμφωνα με τη Μπάλτιμορ Σαν, στην οποία ανήκει η Κάπιταλ Γκαζέτ.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Χάκαμπι Σάντερς καταδίκασε μέσω Twitter αυτή τη «βίαιη επίθεση εναντίον αθώων δημοσιογράφων που έκαναν τη δουλειά τους (...) μια επίθεση εναντίον όλων των Αμερικανών».
Ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος συνηθίζει να καταφέρεται εναντίον μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων, ανέφερε πως «οι σκέψεις και οι προσευχές (του) συνοδεύουν» τα θύματα και τις οικογένειές τους.
Ο άνδρας άνοιξε πυρ μέσα στα γραφεία της Κάπιταλ Γκαζέτ στις 14:40 τοπική ώρα (21:40 ώρα Ελλάδας). Κατόπιν, κρύφτηκε κάτω από ένα γραφείο, πριν τελικά παραδοθεί σε αστυνομικούς, σύμφωνα με τον Στιβ Σου, τοπικό αξιωματούχο της Κομητείας Αν Αρουντέλ, στην οποία υπάγεται διοικητικά η Αννάπολις, μια πόλη 38.000 κατοίκων στην ανατολική πλευρά των ΗΠΑ.
Ο δράστης «δεν συνεργάζεται ιδιαίτερα» στην ανάκριση, δήλωσε ο Σου στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN.
Ο Φιλ Ντέιβις, δικαστικός και αστυνομικός ρεπόρτερ της εφημερίδας, είχε περιγράψει νωρίτερα τις φρικιαστικές στιγμές που έζησε όταν ο δράστης άρχισε να «πυροβολεί πολλούς ανθρώπους μέσα στα γραφείο μας, ορισμένοι από τους οποίους είναι νεκροί», τονίζοντας μέσω Twitter: «δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από το να ακούς ανθρώπους να τραυματίζονται από σφαίρες ενώ κρύβεσαι κάτω από το γραφείο σου και μετά να ακούς τον οπλοφόρο να ξαναγεμίζει».
Παρά το μακελειό, οι δημοσιογράφοι διαβεβαίωσαν ότι το σημερινό φύλλο της εφημερίδας θα κυκλοφορήσει κανονικά. «Μπορώ να σας το πω: θα κυκλοφορήσει μια έκδοση αύριο», ανέφερε ένα από τα στελέχη της, ο Τσέις Κουκ.
«Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι, ξέραμε αυτούς τους δημοσιογράφους», ανέφερε από την πλευρά του ο δήμαρχος της Αννάπολις, ο Γκάβιν Μπάκλεϊ.
Οι επιθέσεις ενόπλων βυθίζουν πολύ συχνά στο πένθος τις ΗΠΑ, ιδίως, τους τελευταίους μήνες, αυτές που διαπράττονται μέσα σε σχολεία--στη Φλόριντα, πιο πρόσφατα στο Τέξας.
Είναι πολύ σπάνιες οι επιθέσεις σε αίθουσες σύνταξης μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ. Μολαταύτα, στη Νέα Υόρκη και άλλες πόλεις στάλθηκαν αστυνομικοί στις εγκαταστάσεις μεγάλων ΜΜΕ προληπτικά.
Την 26η Αυγούστου 2015, είχαν δολοφονηθεί η Άλισον Πάρκερ, 24 ετών, ρεπόρτερ τοπικού τηλεοπτικού δικτύου στη Βιρτζίνια, και ο 27χρονος εικονολήπτης Άνταμ Γουόρντ, εν μέσω μιας συνέντευξης που αναμεταδιδόταν απευθείας.
«Κάθε επίθεση ενόπλου όπως αυτή (στην Κάπιταλ Γκαζέτ) είναι φρικιαστική, αλλά όταν γίνεται σε μια αίθουσα σύνταξης, είναι ιδιαίτερα αποκρουστική και μου φέρνει στη μνήμη εκείνη την τραγική ημέρα», δήλωσε ο πατέρας της εκλιπούσας δημοσιογράφου, ο Άντι Πάρκερ, στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF) έκανε λόγο για μια «νέα τραγωδία για τη δημοσιογραφία».