Την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια και ιδιωτική δαπάνη για την εκπαίδευση στο διάστημα 2000-2016, εξετάζει έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που παρουσιάστηκε σήμερα.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT και έχει τίτλο «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης», ύστερα από μια περίοδο ισχυρής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης (2000-2008), υπήρξαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016 στο επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης.
Η αποζημίωση των εργαζομένων στην εκπαίδευση για το διάστημα από το 2000 έως το 2016, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (83%) το 2008, στο τέλος δηλαδή της περιόδου δημοσιονομικής επέκτασης, πριν την έναρξη της κρίσης. Για το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης, η δαπάνη για σχολικά κτήρια, υποδομές κ.ά., αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εκπαιδευτικής δαπάνης που έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές της στην αρχή (πάνω από το 15% το 2000-2005) και το τέλος (11-12% το 2013-2016) της υπό εξέτασης περιόδου.
Ειδικότερα, η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμάνθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο (2000-2016) μεταξύ 3,5%-4,6%, καταγράφοντας αύξουσα πορεία από το 2007 ως το 2013, όταν προσέγγισε το 4,6%, ενώ μειώθηκε το 2014-2016 στο 4,3%. Την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009) η συνολική δαπάνη για την εκπαίδευση αυξήθηκε με ρυθμό μικρότερο από την αύξηση του ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, καθώς η σωρευτική αύξηση της εκπαιδευτικής δαπάνης ανήλθε σε 15%, ενώ η μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 20,9%.
Μετά την έναρξη της κρίσης, η συνολική μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών ήταν σωρευτικά μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ (-7% έναντι -18,3% μεταξύ 2010-2016). Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης μεταξύ 2000-2016, κυμάνθηκε από 7,4% (το 2008 και το 2013) έως 9,2% (το 2005). Το 2016, το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 8,6%, στο ύψος δηλαδή που βρισκόταν το 2004.
Παράλληλα, στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από τη δευτεροβάθμια - κυρίως - προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η σύνθεση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης μεταβλήθηκε, καθώς σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου που αφορά στους μισθούς των εργαζομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπάνης (λειτουργικών δαπανών, υποδομών κλπ).
Αναλυτικότερα, το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε κατά 8% την περίοδο της κρίσης (από 38% το 2008 σε 30% το 2016), ενώ της πρωτοβάθμιας και προσχολικής αυξήθηκε.
Σύγκριση με άλλες χώρες
Η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Γενικά, η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2000-2016, κυμάνθηκε μεταξύ 3,6%-4,6% και υπολείπεται διαχρονικά του μέσου όρου της δαπάνης των χωρών της ΕΕ (από 4,7% έως 5,3%) και της Ευρωζώνης (από 4,6% έως 5%) την ίδια περίοδο.
Τα τελευταία χρόνια, μετά και τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ στη διάρκεια της κρίσης και τη σχετικά μικρότερη μείωση της εκπαιδευτικής δαπάνης, η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 4,6% το 2013 έως 4,3% το 2016) είναι μεγαλύτερη από εκείνη χωρών της Νότιας Ευρώπης, όπως της Ισπανίας (με 4,4% το 2010 και 4% το 2016) και της Ιταλίας (4,4% το 2010 έως 3,9% το 2016), και βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνη της Γερμανίας (4,4% το 2010 έως 4,2% το 2016). Είναι όμως μικρότερη χωρών της πρώην Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως της Εσθονίας (5,9%), της Λετονίας (5,5%), της Λιθουανίας (5,2%), της Ουγγαρίας (4,9%), της Πολωνίας (5%), της Κροατίας (4,8), της Σλοβενίας (5,6%), και των σκανδιναβικών χωρών.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η δαπάνη για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ περισσότερο συγκεντρωμένη στο κεντρικό κράτος, έναντι της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το ποσοστό της δαπάνης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με 1,4% του ΑΕΠ (το 2016) βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της αντίστοιχης δαπάνης στην ΕΕ (1,5%) και στον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,4%). Ωστόσο, το ποσοστό της δαπάνης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (1,3% του ΑΕΠ για το 2016) βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο τόσο της ΕΕ (1,9%), όσο και της Ευρωζώνης (2%). Όσον αφορά στην τριτοβάθμια, το ποσοστό ανέρχεται στο 0,8% του ΑΕΠ (2016), λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,7%) και της Ευρωζώνης (0,7%).
Σχετικά με την ιδιωτική δαπάνη, τα στοιχεία της μελέτης καταδεικνύουν ότι η επίπτωση της κρίσης ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από ό,τι εκείνη για τη δημόσια δαπάνη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησής της (από 2,8 δισ. ευρώ το 2004 σε 3,3 δισ. ευρώ το 2009 και 2,1 δισ. ευρώ το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη, από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια. Η ιδιωτική δαπάνη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η σχετικά μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολικής εκπαίδευσης (από 8% το 2010 σε 5% το 2016), ενώ αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).
Η δημογραφική πρόκληση
Στη μελέτη, τονίζεται το γεγονός ότι πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η κρίση έχει μεταβάλει τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας και του εκπαιδευτικού συστήματος. Προβλέπεται σταδιακά, μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού τα προσεχή χρόνια, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30%. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να μεταβάλει τα χαρακτηριστικά της δημόσιας δαπάνης, αυξάνοντας τη δαπάνη ανά μαθητή, εκπαιδευτικό και σχολική μονάδα (έως και 37%), ενώ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και τη συνολική εκπαιδευτική δαπάνη (μείωση έως 27%).
Έτσι, το ΙΟΒΕ, με βάση τα στοιχεία αυτά, τόνισε την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (μισθοί εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).