Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά, επέβαλαν σήμερα κυρώσεις σε Κινέζους αξιωματούχους, για τον ρόλο τους στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Σιντζιάνγκ και ιδίως εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Οι βρετανικές κυρώσεις αφορούν τέσσερις υψηλόβαθμους Κινέζους αξιωματούχους καθώς και έναν δημόσιο οργανισμό, αρμόδιο για την ασφάλεια σε ορισμένες ζώνες της Σιντζιάνγκ. Μεταξύ άλλων απαγορεύεται η είσοδος των προσώπων αυτών στη Βρετανία, ενώ παγώνουν και τυχόν περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν στο βρετανικό έδαφος, ανακοίνωσε ο υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ, προειδοποιώντας το Πεκίνο ότι η διεθνής κοινότητα «δεν θα κλείσει τα μάτια» απέναντι σε αυτές τις «σοβαρές και συστηματικές παραβιάσεις».
Αναφερόμενος στην αντιμετώπιση των Ουιγούρων από το Πεκίνο, ο Ράαμπ είπε ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη «μαζική κράτηση (…) μιας εθνοτικής ή θρησκευτικής ομάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Σύμφωνα με ξένους εμπειρογνώμονες, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Ουιγούροι κρατούνται σε στρατόπεδα πολιτικής επανεκπαίδευσης. Το Πεκίνο διαψεύδει αυτήν την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους επέβαλαν κυρώσεις σε βάρος δύο Κινέζων αξιωματούχων για τον ρόλο τους στις «σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στη Σιντζιάνγκ. Σύμφωνα με την Ουάσινγκτον, οι Ουάνγκ Τζουνζένγκ και Τσεν Μινγκούο συνδέονται με αυτές τις «σοβαρές παραβιάσεις», όπως είναι «οι αυθαίρετες κρατήσεις και η κακομεταχείριση» των μουσουλμάνων Ουιγούρων.
Οι αμερικανικές κυρώσεις «συμπληρώνουν» εκείνες που επέβαλαν η ΕΕ και ο Καναδάς, ανέφερε το υπουργείο Οικονομικών, που είναι αρμόδιο για την επιβολή κυρώσεων.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι, κατά τη σημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων, είπε ότι η αμερικανική κυβέρνηση μελετά τα επόμενα βήματά της, σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να αποκλείσει την επιβολή και νέων κυρώσεων στην Κίνα.
Η Κίνα απάντησε στις ευρωπαϊκές κυρώσεις, επιβάλλοντας με τη σειρά της κυρώσεις σε βάρος δέκα Ευρωπαίων (μεταξύ αυτών είναι βουλευτές και πανεπιστημιακοί) και τεσσάρων οργανισμών. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ χαρακτήρισε «λυπηρές και απαράδεκτες» αυτές τις κυρώσεις, τονίζοντας ότι «δεν θα αλλάξουν τίποτα όσον αφορά την αποφασιστικότητα της ΕΕ να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα».