«Σήμερα, ολοκληρώνεται μια θεσμική προσπάθεια την οποία χρειάζεται η ελληνική δικαιοσύνη», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, αναφερόμενος στο σχέδιο νόμου για την επιτάχυνση της στελέχωσης και λειτουργίας της Δικαστικής Αστυνομίας.
Το νομοσχέδιο, είπε ο κ. Φλωρίδης, «εισάγει έναν τρόπο επιλογής του προσωπικού που είναι απολύτως αδιάβλητος». Στο κλίμα αυτό, ο υπουργός Δικαιοσύνης επέμεινε ότι οι προσλήψεις για το αστυνομικό προσωπικό της Δικαστικής Αστυνομίας, που θα προχωρήσουν με τη διαδικασία της μοριοδότησης και υπό την επίβλεψη του ΑΣΕΠ, είναι ένα μοντέλο που ακολουθήθηκε στην ΕΛΑΣ και «οδήγησε σε πολύ καθαρά αποτελέσματα».
«Θα πρέπει, σύντομα, να ολοκληρωθεί η διαδικασία στελέχωσης και να τεθεί σε λειτουργία η Δικαστική Αστυνομία, μιας και το Ταμείο Ανάκαμψης συμβάλλει ουσιαστικά στο θεσμό αυτό», υπενθύμισε ο εισηγητής της ΝΔ Δημήτρης Κούβελας. Ο βουλευτής αναφέρθηκε σε όσα ορίζει το σχέδιο νόμου για τις διαδικασίες πρόσληψης του πολιτικού και αστυνομικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας. Όπως εξήγησε ο κ. Κούβελας, σε σχέση με το πολιτικό προσωπικό, «εξελίσσεται η διαδικασία μέσω γραπτού διαγωνισμού, ο οποίος διενεργείται, από το ΑΣΕΠ», «το υπουργείο Δικαιοσύνης απαλλάσσεται από το φόρτο της διαγωνιστικής διαδικασίας, η οποία κρίθηκε ότι θα πήγαινε πάρα πολύ μακριά, σε διαφορετική περίπτωση». Ωστόσο, «κατ' εξαίρεση λόγω της φύσης του εν λόγω προσωπικού - θα ασκούν και προανακριτικά καθήκοντα - δίνεται η δυνατότητα, κατά την κρίση του ΑΣΕΠ, η επιλογή να γίνεται με σειρά προτεραιότητας, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων, κατά τα άρθρα 28 και 30 του ν.4765/2021».
Σε σχέση με το αστυνομικό προσωπικό της Δικαστικής Αστυνομίας, ο εισηγητής της ΝΔ εξήγησε ότι «λόγω των ιδιαιτεροτήτων της υπηρεσίας και των καθηκόντων που θα ασκούν - η κατοχή και η δυνατότητα χρήσης όπλου, κυρίως - το προσωπικό θα επιλέγεται όχι κατά τη συνήθη διαδικασία πλήρωσης θέσεων από το ΑΣΕΠ, αλλά κατ' εξαίρεση με διαγωνισμό που διενεργείται από το υπουργείο Δικαιοσύνης, στη βάση του συστήματος προσλήψεων μέσω μοριοδότησης του ΑΣΕΠ και υπό την εποπτεία και την τελική κρίση της ίδιας της Ανεξάρτητης Αρχής».
Με το σχέδιο νόμου, συστήνονται οι οργανικές θέσεις του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, κατά κατηγορία και κλάδο. Για τον πολιτικό τομέα προβλέπονται 150 οργανικές θέσεις συνολικά. Για τον αστυνομικό τομέα προβλέπονται και συστήνονται 600 θέσεις οργανικές. Τα Τμήματα Πολιτικού Τομέα συστήνονται στις Εισαγγελίες Εφετών και τα Τμήματα του Αστυνομικού Τομέα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και, αντίστοιχα, στις Εισαγγελίες Εφετών και Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Σε αυτά τα Τμήματα, καθώς και στη Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας που εδρεύει στο υπουργείο Δικαιοσύνης, κατανέμονται οι οργανικές θέσεις του προσωπικού, ανά ειδικότητα και επίπεδα σπουδών. Επίσης καθορίζονται τα τυπικά προσόντα του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας.
Σε περίπτωση που οι θέσεις δεν καλυφθούν από υποψηφίους - που διαθέτουν αυτούς τους τίτλους - τότε οι κενές θέσεις να καλυφθούν από επικουρικό πίνακα υποψηφίων με οποιοδήποτε πτυχίο ή δίπλωμα ή άλλο τίτλο επαγγελματικής ειδικότητας εκπαίδευσης ή κατάρτισης από ΙΕΚ, από τάξη μαθητείας ΕΠΑΛ κλπ.
Το νομοσχέδιο προβλέπει επιπλέον μοριοδότηση για τους υποψηφίους που έχουν υπηρετήσει ως Επαγγελματίες Οπλίτες στις Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς και για όσους εκπλήρωσαν στρατιωτικές υποχρεώσεις στην Προεδρική Φρουρά, σε Ειδικές Δυνάμεις ή ως Έφεδροι Αξιωματικοί. Απαραίτητη κρίθηκε η επιπλέον μοριοδότηση εκείνων των υποψηφίων που έχουν υπηρετήσει ως Επαγγελματίες Οπλίτες είτε έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις σε Ειδικές Δυνάμεις, την Προεδρική Φρουρά ή ως Έφεδροι Αξιωματικοί γιατί έχουν πλέον αποκτήσει σχετική - συναφή εμπειρία έχοντας λάβει ανάλογη εκπαίδευση.
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος που δήλωσε επιφύλαξη για την τελική στάση του κόμματος στην ολομέλεια, ανέφερε ότι εγείρεται ζήτημα φερεγγυότητας με τη νέα διαδικασία προσλήψεων. «Οι διαγωνισμοί που καταργούνται και προβλέπεται η αυξημένη μοριοδότηση, δημιουργούν ένα πρόβλημα φερεγγυότητας. Δηλαδή με το καλησπέρα, με το καλημέρα, βλέπουμε ότι αναιρούνται βασικές διατάξεις του αρχικού νόμου 4963 και αυτό μας καθιστά αρκετά επιφυλακτικούς», είπε ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε επίσης ότι για να οριστεί επικεφαλής της Δικαστικής Αστυνομίας συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, θα πρέπει να έχει αφυπηρετήσει τουλάχιστον μια τριετία από το δικαστικό σώμα. Ο κ. Ξανθόπουλος που έθεσε ζήτημα και για προσόντα των υποψηφίων στο αστυνομικό σώμα της Δικαστικής Αστυνομίας προειδοποίησε εξάλλου ότι είναι ετεροβαρής και δυσανάλογη, σε σχέση με τις ανάγκες, η αναλογία επιστημονικών και αστυνομικών θέσεων που είναι 150 και 600 αντίστοιχα.
Η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ Νάντια Γιαννακοπούλου αν και αναγνώρισε την αναγκαιότητα λειτουργίας Δικαστικής Αστυνομίας, δήλωσε επιφύλαξη για την τελική στάση του κόμματος της στην ολομέλεια. «Η πρόβλεψη να μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση ευθύνης στη Δικαστική Αστυνομία συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, είναι μια προσέγγιση μονόπλευρη η οποία εμπλέκει την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ως διακοσμητικό στοιχείο», επισήμανε η Νάντια Γιαννακοπούλου και πρόσθεσε: «ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης επιλέγεται απευθείας από τον εκάστοτε υπουργό Δικαιοσύνης, χωρίς, δηλαδή, να υφίσταται ένα αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης, το οποίο είναι προβληματικό. Επίσης, περιορίζεται ο κύκλος των υποψηφίων μόνο μεταξύ συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, αποκλείοντας άλλους υποψηφίους, έστω και αν έχουν τις απαιτούμενες νομικές γνώσεις και την απαιτούμενη νομική παιδεία και το απαιτούμενο υπόβαθρο που χρειάζεται μια τέτοιου είδους θέση. Πρόκειται για μία ρύθμιση η οποία παραβιάζει τον κανόνα ενός αντικειμενικού και αξιοκρατικού συστήματος επιλογής προσώπων για καίριες θέσεις». Η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ ανέφερε εξάλλου ότι όπως είναι διατυπωμένες οι διατάξεις για τα προσόντα που πρέπει να έχει το προσωπικό της Δικαστικής Αστυνομίας δημιουργούν προνομιακές συνθήκες για ορισμένες κατηγορίες υποψηφίων.
Το νομοσχέδιο καταψήφισε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα. «Ο στόχος δεν είναι η πιο αποτελεσματική πρόσβαση και απονομή της δικαιοσύνης για τα λαϊκά στρώματα. Αυτό φαίνεται και από τις ίδιες τις προτεραιότητες που βάζει και το υπουργείο Δικαιοσύνης που φέρνει το νομοσχέδιο για τη Δικαστική Αστυνομία ενώ παραμένει δραματική η υποστελέχωση ιδιαίτερα στο επίπεδο των δικαστικών υπαλλήλων», είπε η βουλευτής του ΚΚΕ. Η Μαρία Κομνηνάκα επισήμανε ότι με το νομοσχέδιο δίνεται έμφαση στο αστυνομικό τμήμα την ίδια ώρα που σε τίποτα δεν διασφαλίζονται τα ζητήματα της παροχής επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς για τα οποία πράγματι υπάρχει σήμερα ανάγκη. «Τέτοιου είδους υπηρεσίες πρέπει να ανατεθούν σε ένα πιο ανεξάρτητο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που δεν θα υφίσταται τις εξαρτήσεις, τις υποχρεώσεις και τις πιέσεις που απορρέουν από την αστυνομική του ιδιότητα και την αστυνομική ιεραρχική δομή», είπε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης Παύλος Σαράκης ζήτησε να αποσαφημιστούν τα καθήκοντα της Δικαστικής Αστυνομίας. «Δεν υπάρχει κανένας ικανός δικαιοπολιτικός λόγος που να δικαιολογεί την πρόβλεψη ότι, προϊστάμενος διοικητής της δικαστικής αστυνομίας θα είναι αφενός δικαστικός λειτουργός αντί εισαγγελικού και αφετέρου συνταξιούχος. Γιατί δημιουργούνται σαφείς υπόνοιες ότι, με την ίδρυση μιας τέτοιας θέσης για συνταξιούχο δικαστικό, τότε ακριβώς έχουμε άλλη μία απόπειρα χειραγώγησης της δικαστικής εξουσίας», είπε ο κ. Σαράκης και πρόσθεσε: «Η Ελληνική Λύση πιστεύει ότι, η δικαστική αστυνομία θα πρέπει να στελεχωθεί με πρόσωπα έμπειρα και ικανά, να αποτελέσει έναν επιχειρησιακό βραχίονα, αποτελεσματικό βραχίονα της δικαιοσύνης. Η δικαστική αστυνομία θα πρέπει να μπει στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Θα πρέπει να αναλαμβάνει τη διερεύνηση και την εξιχνίαση εγκλημάτων, μείζονος ενδιαφέροντος, στα πρότυπα ξένων υπηρεσιών».
Ο Ιωάννης Κόντης ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών είπε ότι το υπουργείο θα έπρεπε πρωτίστως να δώσει έμφαση στην πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων και μονίμων εμπειρογνωμόνων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε ανακριτικό επίπεδο. Ο βουλευτής επίσης έθεσε ζήτημα ασάφειας ως προς τα καθήκοντα των πολιτικών και αστυνομικών υπαλλήλων της Δικαστικής Αστυνομίας.
Ο Γιώργος Αποστολάκης, ειδικός αγορητής της Νίκης είπε ότι το κόμμα του τάσσεται υπέρ του θεσμού της Δικαστικής Αστυνομίας. Δήλωσε όμως επιφύλαξη για την τελική στάση στην Ολομέλεια και διατύπωσε αντίρρηση να προΐσταται συνταξιούχος ανώτατος ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός της Διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας. Ο κ. Αποστολάκης είπε ότι «πολύ ορθά κατά την άποψη της Νίκης είχε προκριθεί, με τον προηγούμενο νόμο, ως τρόπος επιλογής του προσωπικού και των δύο τομέων, ο πανελλήνιος γραπτός και προφορικός διαγωνισμός, επί τη βάσει συγκεκριμένων προσόντων». Διαφωνία εξέφρασε και για τη μοριοδότηση για το αστυνομικό προσωπικό της Δικαστικής Αστυνομίας, για την οποία παρατήρησε, ότι αποκλείει ουσιαστικά τις γυναίκες.
Η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας Ελένη Καραγεωργοπούλου είπε ότι το κόμμα της θα καταψηφίσει τη διάταξη η οποία οδηγεί στο να επιλέγεται ο προϊστάμενος της Δικαστικής Αστυνομίας από τον εκάστοτε υπουργό. Η βουλευτής εξέφρασε αντιρρήσεις και με τα προσόντα πρόσληψης. «Το να μοριοδοτούνται με παραπάνω μόρια για την εισαγωγή στη Δικαστική Αστυνομία, οπλίτες που υπηρέτησαν στις Ειδικές Δυνάμεις, εισάγει επίσης, ανισονομία απέναντι όχι, μόνο στις γυναίκες, αλλά και σε άλλους άρρενες που συμμετέχουν στη διαδικασία και δεν συνηγορεί σε καμία περίπτωση υπέρ της δυνατότητας των προσληφθέτων να ασκήσουν ανακριτικά καθήκοντα συνδράμοντας το έργο Ειρηνοδικείων», είπε, μεταξύ άλλων, η κ. Καραγεωργοπούλου.