Μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για την έγκριση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και να έχει μπει στην αναμονή της εισροής ευρωπαϊκών κονδυλίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όμως η καθημερινότητα των πολιτών και των οικογενειακών προϋπολογισμών ολοένα και δυσκολεύει από το μπαράζ ανατιμήσεων, που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στην ελληνική αγορά, ενώ μισθοί και συντάξεις παραμένουν καθηλωμένοι.
Οι αυξήσεις που καταγράφονται στις πρώτες ύλες και στο μεταφορικό κόστος, το οποίο επιβαρύνεται και από την άνοδο των διεθνών τιμών πετρελαίου έχουν πυροδοτήσεις δυσανάλογες αυξήσεις στα προϊόντα που διακινούνται στην Ελλάδα. Πλέον, από τα τρόφιμα και τα καταναλωτικά είδη μέχρι τα οικοδομικά υλικά και τις ζωοτροφές παρατηρούνται αυξήσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν ή ακόμη και ξεπερνούν το 40%.
Οι μετρήσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σημειώνουν αύξηση τιμών σε επιμέρους γαλακτοκομικά είδη, στα αυγά, τα λαχανικά κ.α., που κατά περίπτωση φτάνει ακόμα και το 12%.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς μελετώντας τόσο τους πίνακες του e-katanalotis όσο και τους αντίστοιχους πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ ακόμα πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζει το Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝ.ΚΑ.).
Τη διαπίστωση άλλωστε των ήδη αυξημένων τιμών στα σούπερ μάρκετ αλλά και την εκτίμηση πως «έρχεται κύμα ακρίβειας» με γενικευμένες ανατιμήσεις, που θα αγγίζουν ακόμα και ποσοστά του 10% - 20% μέσα στο καλοκαίρι, επιβεβαιώνει και έρευνα που διεξήγαγε και δημοσίευσε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ζητώντας μάλιστα από την κυβέρνηση να θέσει το θέμα τής χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. προκειμένου να βρεθεί συνολική λύση.
Μεγάλες οι πιέσεις στον πρωτογενή τομέα
Η κατάσταση με τις ανατιμήσεις στον χώρο των τροφίμων δεν στρέφεται μόνον εις βάρος των καταναλωτών, αλλά και του αγροτικού κόσμου, αφού σε ό,τι αφορά τα εγχώρια παραγόμενα αγροτικά προϊόντα ο πρωτογενής τομέας αντιμετωπίζει αυξημένα λειτουργικά κόστη και περιορισμένες χρηματοδοτήσεις και ρευστότητα και χαμηλές τιμές παραγωγού.
Ο αγρότης δεν αποτελεί τον παράγοντα αύξησης των τιμών, καθώς και ο ίδιος υφίσταται τις ανατιμήσεις των πρώτων υλών και δέχεται τις πιέσεις από το αυξημένο κόστος της παραγωγής του, αφού οι τιμές διάθεσης των προϊόντων του όχι απλώς δεν αναπροσαρμόζονται ανάλογα αλλά στην ουσία μπαίνει και μέσα αν δεν αναγκαστεί να εγκαταλείψει την καλλιέργεια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ιδιαίτερα υψηλές τιμές ζωοτροφών, κάτι όμως που δεν μεταφράζεται σε ανάλογη προσαρμογή της τιμής παραγωγού, για παράδειγμα στο γάλα, που αποτελεί αυτόνομο προϊόν αλλά και πρώτη ύλη για πολλά προϊόντα. Ο κλάδος κάνει λόγο για αύξηση στις τιμές των ζωοτροφών κατά 40% οδηγώντας σε αδυναμία κάλυψης ακόμα και του κόστους εκτροφής, ενώ η τιμή στο γάλα παραμένει στα 85 με 90 λεπτά το κιλό. Παράλληλα, έχασαν ένα σημαντικό εισόδημα κατά την περίοδο του Πάσχα, καθώς τα ζώα που είχαν απομείνει για σφαγή όταν τελικά οι χαμηλές τιμές ανέβηκαν ήταν πολύ λίγα.
Συγχρόνως, αυξάνεται και το κόστος ενέργειας για τους παραγωγούς με την άνοδο των τιμών των καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) αλλά και την τελευταία προσθήκη ρητρών στα τιμολόγια ηλεκτρισμού από πλευράς προμηθευτών ηλεκτρισμού, να δημιουργούν νέα απρόβλεπτα κόστη και επιβαρύνσεις διαρκείας.
Όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών εισροών αγροτικής παραγωγής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, δηλαδή στις τιμές που καταβάλλουν οι παραγωγοί όταν αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες για τη γεωργική - κτηνοτροφική παραγωγή, εμφανίζεται αύξηση τους πρώτους μήνες του 2021: οι τιμές Μαρτίου 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαρτίου 2020, είναι αυξημένες κατά 3,4%.
Εισαγόμενες πιέσεις
Το ζήτημα που πρέπει να διερευνήσει το οικονομικό επιτελείο είναι αν οι ανατιμήσεις δικαιολογούνται με βάση την παγκόσμια εικόνα ή όχι και πως μπορούν να συγκρατηθούν ώστε να μην επιβαρύνουν περαιτέρω τον καταναλωτή σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα στοιχεία και σε επίπεδο διεθνών αγορών, αφού σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) ο δείκτης τιμών του FAO (FFPI - με αναφορά σε “καλάθι” τροφίμων) έφτασε σε 127,1 μονάδες τον Μάιο, αυξημένος κατά 39,7% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο και με ανοδική πορεία για 12ο συνεχή μήνα. Η σημαντική αύξηση του Μαΐου αντανακλά μια πίεση μεγαλύτερη στις διεθνείς τιμές των ελαίων, της ζάχαρης και των δημητριακών και μικρότερη στις αντίστοιχες του κρέατος και των γαλακτοκομικών.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, σε αρκετές περιπτώσεις οι αυξήσεις δεν δικαιολογούνται και κυρίως από τα σούπερ μάρκετ που ήταν και οι μεγάλοι κερδισμένοι της κρίσης της πανδημίας καθώς αύξησαν κατά πολύ τα έσοδά τους.
Το αντίβαρο
«Αντίβαρο» στις εισαγόμενες πληθωριστικές τάσεις εκτιμάται πως θα μπορούσε να αποτελέσει η μείωση του ΦΠΑ. Σύμφωνα με φορείς της αγοράς, η αποκλιμάκωση της φορολογίας θα απέτρεπε πιθανό κύμα ακρίβειας και παράλληλα θα τόνωνε τη ζήτηση, με ευεργετικά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα.