Τρία είναι τα στοιχεία του πολιτικού συστήματος που συνέβαλαν περισσότερο στη χαμηλή αποτελεσματικότητα των θεσμών, στη διατήρηση παρωχημένων κανόνων και στην αμφιθυμία των πολιτών απέναντι σ’ αυτούς, τόνισε ο Διοικητςή της ΤτΕ κατά την ομιλία του στο 10ο ετήσιο συνέδριο που διοργανώνει η «Διεθνής Διαφάνεια»
Το πρώτο είναι ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας και η έλλειψη συναίνεσης σε βασικές αρχές. Έτσι, κάθε κυβερνητική αλλαγή εμφανίζεται ως διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν που είχε προηγηθεί, δημιουργώντας ασυνέχειες, καθυστερήσεις και ρήγματα.
Στη συγκρουσιακή λογική εντάσσονται πολλές φορές και οι θεσμοί, με αποτέλεσμα αλλαγές μετά από κάθε κυβερνητική μεταβολή, με συνέπεια πολυνομία και σύγχυση. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν σχεδιάζεται με βάση μια κοινή μακροπρόθεσμη προοπτική, αλλά θεωρείται άλλο ένα πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Κάθε κυβέρνηση παρουσιάζει το δικό της σχέδιο εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο, πριν προλάβει να εφαρμοστεί, θα έχει ανατραπεί από την επόμενη.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, που επιδρά στη λειτουργία των θεσμών, είναι η πελατειακή διάσταση. Με τον όρο αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην προσωπική εκδούλευση που παρέχεται με αντάλλαγμα την πολιτική στήριξη του πελάτη, το γνωστό ρουσφέτι.
Διευρύνει τον ορισμό για να περιλάβεi ρυθμίσεις που γίνονται από το Κράτος και τα πολιτικά κόμματα προς όφελος ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού . Οι σχέσεις αυτού του τύπου επέδρασαν καθοριστικά:
α) στο ασφαλιστικό σύστημα (βλέπε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, «ευγενή» και «φτωχά» ταμεία),
β) στις αγορές προϊόντων (βλέπε κλειστά επαγγέλματα),
γ) στην αγορά εργασίας (βλέπε μισθολογικές διαφορές),
δ) στη δημόσια διοίκηση (βλέπε έλλειψη αξιολόγησης και κινήτρων),
ε) στο φορολογικό σύστημα (βλέπε απαλλαγές ομάδων, ειδικά καθεστώτα).
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτών των ομάδων δημιούργησαν «χαμένους» και «κερδισμένους», τροφοδότησαν συγκρούσεις και κυρίως υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη και την αποδοχή, τις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών.
Το τρίτο στοιχείο, που αφορά το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, είναι η ενίσχυση του λαϊκισμού, ο οποίος υποβιβάζει τη σημασία των θεσμών και τους αντικαθιστά δήθεν με τη βούληση του λαού. Βασικό γνώρισμα του λαϊκισμού είναι η μεροληπτική επιλογή του παρόντος έναντι του μέλλοντος, αγνοώντας δηλαδή τις μέλλουσες γενεές. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνονται αποφάσεις με συγκυριακά κριτήρια και ερμηνείες για την, υποτιθέμενη, λαϊκή βούληση, χωρίς δηλαδή τη μακροχρόνια στόχευση και προοπτική που εξασφαλίζουν οι θεσμοί.
Ο λαϊκισμός επιτρέπει σε κόμματα, κυβερνήσεις και πολίτες να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους, να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση.