Χάρισμα στις εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων ετοιμάζονται να προσφέρουν οι τράπεζες το πιο «τοξικό» κομμάτι των χαρτοφυλακίων τους, δηλαδή τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, για τα οποία έχουν ήδη αναλάβει «χασούρα» ίση με την αξία τους. Σε αυτή την κατηγορία δανείων τα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα νομιμότητας, γι’ αυτό και «πέφτουν» καθημερινά στις δικαστικές αίθουσες οι διαταγές πληρωμής που εκδίδονται κατά των δανειοληπτών.
Του Νώντα Χαλδούπη
Αμέσως μόλις οργανωθεί η αγορά «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες ετοιμάζουν μια μεγάλη επιχείρηση «ξεφορτώματος» κακών δανείων, τα οποία έχουν διαγράψει ήδη από τους ισολογισμούς τους, επειδή βρίσκονται για μεγάλη χρονική περίοδο σε καθυστέρηση.
Ειδικότερα, σχεδιάζουν να «ξεφορτωθούν» δάνεια καταναλωτικής πίστης (σε αυτά περιλαμβάνονται και οι χορηγήσεις μέσω καρτών) ονομαστικής αξίας έως και 5 δισ. ευρώ. Από λογιστική άποψη, ακόμη και ένα λεπτό του ευρώ για κάθε 100 ευρώ δανείων αν καταφέρουν να εισπράξουν οι τράπεζες από τις εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων, θα είναι μεγάλη επιτυχία!
Μέσα σε μια νύχτα, οι ισολογισμοί τους θα έχουν ελαφρυνθεί από ένα βάρος που αντιστοιχεί σε 5% των συνολικών «κόκκινων» δανείων και θα αναστρέψουν έστω μικρό μέρος των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει, ενισχύοντας την κερδοφορία τους. Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι θα παραμείνουν σε τροχιά επίτευξης των δύσκολων στόχων που θέτει η εποπτεία, σχετικά με τη μείωση των προβληματικών χαρτοφυλακίων.
Οι τράπεζες ευελπιστούν -αν και αυτό μένει να αποδειχθεί...- ότι ίσως εισπράξουν με αυτή τη διαδικασία έως και 8 λεπτά του ευρώ για κάθε 100 ευρώ δανείων, δηλαδή 8% της αξίας τους. Έτσι, από ένα «τοξικό» χαρτοφυλάκιο της τάξεως των 5 δισ. ευρώ, ελπίζουν ότι θα φέρουν στα ταμεία έως και 400 εκατ. ευρώ, ποσό που μπορεί να μοιάζει ασήμαντο μπροστά στο ύψος των χαμένων δανείων, αλλά είναι καλύτερο από το να διατηρούνται τα «τοξικά βαρίδια» στους ισολογισμούς και να υποχρεώνονται οι τράπεζες να «τρέχουν» τις αργές διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης χωρίς σοβαρές ελπίδες επιτυχίας, αφού πρόκειται για δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και για δανειολήπτες χωρίς σοβαρά περιουσιακά στοιχεία στο όνομά τους.
Πίσω από αυτή την απλή ιστορία εκκαθάρισης τραπεζικών ισολογισμών κρύβεται μια όχι τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό περιπέτεια των τραπεζών με τα δάνεια καταναλωτικής πίστης, που κρατάει εδώ και 15 χρόνια περίπου, από την εποχή που ο Άρειος Πάγος ανέφερε σε απόφασή του ότι οι τράπεζες δεν μπορούν ελεύθερα να διαμορφώνουν τα επιτόκια των δανείων πάνω από το όριο του εξωτραπεζικού/δικαιοπρακτικού επιτοκίου, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και διαχωρίζει τις νόμιμες χορηγήσεις δανείων από την τοκογλυφία.
Αυτή η κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας έκτοτε επαναλαμβάνεται και αποτελεί τη βάση αμέτρητων αποφάσεων που έχουν εκδοθεί εις βάρος τραπεζών, κυρίως σε περιπτώσεις ανακοπής διαταγών πληρωμής:
Σύμφωνα με την Πράξη Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος (...) τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον για αυτά καθεστώς δε συνοδεύεται από τη θέσπιση ανώτατων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων.
Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια, που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα).
Ο Τάκης Χριστοδουλόπουλος, οικονομολόγος, πρώην τραπεζικό στέλεχος και σήμερα επικεφαλής του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικών Ερευνών (ΕΙΧΕ), το οποίο παρέχει συμβουλές σε δανειολήπτες, έχει να επιδείξει αρκετούς τόμους αμετάκλητων αποφάσεων απόρριψης διαταγών πληρωμής από τα δικαστήρια, ενώ η έκδοση ανάλογων αποφάσεων συνεχίζεται καθημερινά.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν δύο επιλογές: ή να σταματήσουν να διεκδικούν το χρέος δικαστικά, σταματώντας τις σχετικές ενέργειες μετά την ανακοπή της διαταγής πληρωμής, ή να επανέλθουν με νέο αίτημα για έκδοση διαταγής πληρωμής, αυτή την φορά, όμως, υπολογίζοντας τα επιτόκια με βάση το εκάστοτε ισχύον όριο του δικαιοπρακτικού επιτοκίου, «κουρεύοντας» μόνες το χρέος του δανειολήπτη.
Ως τώρα, οι τράπεζες, όταν συναντούσαν περιπτώσεις ανακοπής της διαταγής πληρωμής δεν επανέρχονταν για την έκδοση νέας, γιατί αν το έκαναν θα έπρεπε εμμέσως να αναγνωρίσουν ότι οι χρεώσεις τους ήταν παράνομες και να αποδεχθούν ουσιαστικά, μέσα από τα δικόγραφα που θα κατέθεταν, ότι κακώς επιβάρυναν τους καταναλωτές με υψηλά επιτόκια στην καταναλωτική πίστη. Αυτό θα ήταν μια εξέλιξη με δυνητικά πολύ σοβαρές αρνητικές παρενέργειες για τις τράπεζες, οι οποίες αγγίζουν ακόμη και την «ιερή», για τους τραπεζίτες, ελευθερία καθορισμού των επιτοκίων.
Έτσι, η «πληγή» των αμφισβητούμενων επιτοκίων της καταναλωτικής πίστης, εξαιτίας της οποίας ουσιαστικά εξουδετερώνονταν (όταν ο δανειολήπτης έκανε τις σωστές κινήσεις) οι δυνατότητες αναγκαστικής είσπραξης των καταναλωτικών δανείων μέσω δικαστηρίων, παραμένει ως σήμερα ανοικτή.
Οι εταιρείες που θα πάρουν στα χέρια τους τα «τοξικά» καταναλωτικά δάνεια ασφαλώς και δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα επιχειρήσουν να εισπράξουν μέσω των δικαστηρίων. Αντίθετα, θα προσεγγίσουν τους δανειολήπτες προσφέροντας δελεαστικές λύσεις για την εξυπηρέτηση των οφειλών τους, προσαρμοσμένες κάθε φορά στις εκτιμήσεις τους για την πραγματική οικονομική δυνατότητα του δανειολήπτη, στις οποίες θα περιλαμβάνεται και γενναίο «κούρεμα» του δανείου, που θα έχει αγορασθεί σε πολύ χαμηλή τιμή.
Αν ο δανειολήπτης, ακόμη και με τέτοιες δελεαστικές προτάσεις, αρνηθεί να εξυπηρετήσει το χρέος, οι νέοι «εισπράκτορες» των δανείων θα έχουν μια μοναδική, αλλά μάλλον «άβολη», επιλογή: να ζητήσουν έκδοση διαταγής πληρωμής, με κίνδυνο αυτή να απορριφθεί, αν βασισθεί στα αρχικά, υψηλά επιτόκια δανεισμού.
Αν επανέλθουν, προσαρμόζοντας το ύψος της απαίτησης με υπολογισμό «νόμιμων» επιτοκίων, μπορεί να κερδίσουν στο δικαστήριο, αλλά πιθανόν να ξεσηκωθεί έντονος θόρυβος εναντίον του τραπεζικού συστήματος, αφού εύλογα θα τεθεί το ερώτημα γιατί, όλα αυτά τα χρόνια, οι τράπεζες δεν είχαν προσαρμοσθεί στις αποφάσεις των δικαστηρίων, δηλαδή στη νομιμότητα...