Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος απέστειλε χθες στον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο και στους αναπληρωτές υπουργούς, Τρύφωνα Αλεξιάδη και Γιώργο Χουλιαράκη την επικαιροποιημένη πρόταση που κατήρτισε το Κέντρο Μελετών και Έρευνας Κε.ΜΕ ΕΒΕΑ για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Κεντρικά σημεία της νέας μελέτης του ΕΒΕΑ είναι η μείωση του βασικού εταιρικού φόρου στο 15% και ο περιορισμός του συντελεστή της φορολογίας των επιχειρήσεων ως προς τον τζίρο τους σε επίπεδο που να μην υπερβαίνει το 40%, καθώς και η μείωση κατά 50% των υφιστάμενων ποσοστών προκαταβολής φόρου.
Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την άρση όλων εκείνων των εμποδίων για το επιχειρείν, καθώς η Ελλάδα «πρωταγωνιστεί» αρνητικά σε ότι αφορά την εχθρικότητα του μακροοικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μίχαλος, και με αφορμή τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για την αύξηση των φορολογικών συντελεστών αλλά και την καθιέρωση ενός ενιαίου συντελεστή για φυσικά και νομικά πρόσωπα, το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να προχωρήσει σε μια γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών, γεγονός που θα λειτουργήσει ως κίνητρο τόσο για την αύξηση των επενδύσεων όσο και για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ επισημαίνει ότι η μείωση του φορολογικού συντελεστή και γενικότερα οι φορολογικές διευκολύνσεις προς τις επιχειρήσεις δεν προτείνονται ως μέτρα μείωσης της συνεισφοράς του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά για ακριβώς τον αντίθετο λόγο: «Επειδή θα συνέβαλλαν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων από την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και την αποκατάσταση της κερδοφορίας – σε αντίθεση με την σημερινή κατάσταση όπου εκατοντάδες επιχειρήσεις κάθε μήνα βάζουν λουκέτο η μία μετά την άλλη – διαμορφώνοντας συνθήκες επιστροφής στη ανάπτυξη. Δυνατές επιχειρήσεις σημαίνει δυνατή οικονομία και θέσεις εργασίας».
Στην πρόταση περιλαμβάνεται:
-Μείωση του βασικού συντελεστή εταιρικού φόρου στο 15% και διατήρησή του σε αυτό το επίπεδο για τουλάχιστον μία 5ετία.
-Δέσμευση του κράτους για περιορισμό του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων ως προς τον τζίρο τους σε επίπεδο που να μην υπερβαίνει το 40%. Η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων θα ενίσχυε, συμβάλλοντας στην ανάκαμψη, τα δημόσια έσοδα ενώ, μεσοπρόθεσμα, θα στήριζε θετικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Παράλληλα, θα περιόριζε το ρυθμό μετανάστευσης των επιχειρήσεων προς χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, όπου οι συντελεστές είναι πολύ χαμηλοί (10%).
-Προτείνεται επίσης η μείωση κατά 50% των υφιστάμενων ποσοστών προκαταβολής φόρου για το επόμενο οικονομικό έτος, τόσο για τις ατομικές και προσωπικές επιχειρήσεις, όσο και για τις κεφαλαιουχικές.
Όπως τονίζεται στην έρευνα: «Σε μια χώρα όπου οι μισθωτοί συνεισφέρουν το 74% των φόρων φυσικών προσώπων, και όπου το 99,5% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πληρώνουν κατά μέσο όρο φόρο €6.100, προτάσεις μείωσης των φορολογικών συντελεστών παρ’ ότι φαίνονται λογικές είναι πιθανό να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η πολιτεία «μεροληπτεί» υπέρ των επιχειρήσεων. Όμως, η σημερινή δομή του φορολογικού συστήματος οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο που χαρακτηρίζεται αφενός από τη χαμηλή συνεισφορά των επιχειρήσεων στα δημόσια έσοδα και αφετέρου από τη δημιουργία ενός ιδιαίτερα εχθρικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Για να σπάσει αυτός ο κύκλος, ιδίως τώρα που η χώρα βρίσκεται σε κρίση, χρειάζονται γενναίες κινήσεις όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Παράλληλα, δεδομένου ότι η φορολογική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει σε περιβάλλον κατάρρευσης της εμπιστοσύνης και, ειδικότερα, της τραπεζικής πίστης, η κυβέρνηση πρέπει να την εντάξει σε ένα συνολικότερο σχέδιο ανασυγκρότησης του διοικητικού και οικονομικού συστήματος. Μείωση φορολογικών συντελεστών, αποκατάσταση συνθηκών εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και δραστική μείωση της γραφειοκρατίας συγκροτούν ένα μείγμα πολιτικής που θα οδηγούσε στην ανάκαμψη της οικονομίας».