Αθώος δηλώνει ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Λετονίας, ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά και έχει τεθεί σε αργία, σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Financial Times, που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή.
Ο Ίλμαρς Ρίμσεβιτς, ο οποίος συνελήφθη το σαββατοκύριακο και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, δήλωσε ότι οι κατηγορίες σε βάρος του έχουν κατασκευαστεί από διάφορες δυσαρεστημένες τράπεζες που αντιδρούν στις προσπάθειές του για βελτίωση της διαφάνειας αναφορικά με τους λογαριασμούς μη κατοίκων στη χώρα.
Ο Ρίμσεβιτς κατηγορήθηκε ότι ζήτησε και έλαβε δωροδοκία ύψους τουλάχιστον 100.000 ευρώ
«Αρνούμαι με δριμύτητα» δήλωσε στην εφημερίδα. «Μπορώ απλά να εικάσω ότι είχα γίνει ένα δημόσιο πρόσωπο πολύ ενοχλητικό για διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτής της χώρας, που τους ανάγκασε, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου, να προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν αποδείξεις ή (να κατασκευάσουν) προκλητικά στοιχεία για να με αναγκάσουν να φύγω».
«Πρόκειται για μια εκστρατεία καλά ενορχηστρωμένη από πολλούς ιδιώτες και τράπεζες που εξυπηρέτησαν πελάτες μη κατοίκους σε διαφορετικές περιόδους (…) για τους οποίους έγινα βάρος», δήλωσε ο Ρίμσεβιτς.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κατηγορίες σε βάρος του είναι μια αντίδραση στο αίτημά του ορισμένες τράπεζες να ελεγχθούν από τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές το 2016 και το 2017, το οποίο «μείωσε τα έσοδα και τα κέρδη τους».
Η Λετονία είναι μέλος της ευρωζώνης και ο Ίλμαρς Ρίμσεβιτς είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας.
Ο βασικός μέτοχος και πρόεδρος της τράπεζας Norvik, της όγδοης μεγαλύτερης στη χώρα, Γκριγκόρι Γκουσελνίκοφ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ο Ρίμσεβιτς προσπάθησε, είτε ο ίδιος είτε με βοήθεια μεσάζοντα, να του αποσπάσει δωροδοκίες σε πολλές περιπτώσεις.
Η υπόθεση αυτή προέκυψε περίπου την ίδια εποχή με αυτή της τρίτης μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της χώρας, της ABLV, τις πληρωμές της οποίας ‘πάγωσε’ η ΕΚΤ.
Πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Λετονίας δήλωσαν ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ των δύο υποθέσεων.