Οκτώ μήνες μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παραμένει πιστός στην προληπτική γραμμή στήριξης, η οποία θα ισοδυναμούσε με νέο μνημόνιο.
Αυτό προκύπτει από την ομιλία του στην γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ, όπου παρουσιάστηκε και η ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία, η οποία είναι αρκετά επικριτική προς την κυβερνητική οικονομική πολιτική.
Ο κεντρικός τραπεζίτης αναθεωρεί προς τα κάτω την εκτίμησή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2019, τοποθετώντας τον πήχη στο 1,9% από 2,3% που εκτιμούσε τον περασμένο Δεκέμβριο και έναντι 2,5% που είναι ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών, ζητεί τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ συστήνει μείωση της φορολογίας και προειδοποιεί για τα κόκκινα δάνεια.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν, ότι κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα είναι εντελώς σε άλλη «γραμμή» πλεύσης και δεν υπάρχει καμία σύμπλευση.
Αναλυτικότερα, σε ότι αφορά στην προληπτική γραμμή, που αποτέλεσε κεντρικό αφήγημα του κ. Στουρνάρα, από τα τέλη του 2017 και ενώ η χώρα προετοιμαζόταν για την έξοδο από τα μνημόνια, ο κεντρικός τραπεζίτης επανέρχεται σήμερα, λέγοντας πως θα ήταν καλύτερα, εάν υπήρχε, καθώς θα εξασφαλίζαμε πρόσβαση στο QE.
Συγκεκριμένα ανέφερε στην ομιλία του προς τους μετόχους «Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, σε συνδυασμό με την αυξημένη εκταμίευση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για το σχηματισμό του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, έχουν βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα.
»Εντούτοις, καθώς οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική γραμμή στήριξης, η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕKT), το οποίο θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων».
Επίσης, παρότι η χώρα έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στις αγορές, ο κ. Στουρνάρας στην ομιλία του ανέφερε ότι «οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες. Εμφανίζουν υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και επηρεάζονται από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής».
Προσθέτει δε ότι «είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο απόδοσης (spread) των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ακόμη παραμένει λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους. Αυτό το επίμονο φαινόμενο πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά».
Βλέπει αβεβαιότητες
Στο εγχώριο περιβάλλον, η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις.
Η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, συγκρατεί τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, αναφέρει ο κ. Στουρνάρας.
Σχετικά με την εξέλιξη του ΑΕΠ, είπε ότι το 2019 η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα με το 2018, παρά την περαιτέρω επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης τόσο διεθνώς όσο και, κυρίως, στην ευρωζώνη.
Αυτό όμως προϋποθέτει την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων χωρίς καθυστερήσεις και την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν πρωταρχική σημασία για την ολοκλήρωση της επιτυχούς μετάβασης σε ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 1,9% και το 2019, με τις εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση να παραμένουν οι βασικοί αναπτυξιακοί μοχλοί.
Ωστόσο, σημειώνει, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες απώλειες που υπέστη η ελληνική οικονομία σε όρους προϊόντος και απασχόλησης κατά τη μακρά περίοδο της ύφεσης, απαιτούνται ταχύτεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης.
Τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό − αν και μειούμενο − απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική. Παράλληλα, οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και από τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα.
Στο εσωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό πεδίο, η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο στο άμεσο μέλλον.
Καθώς μάλιστα η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύονται οι κίνδυνοι επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.