Η Γερμανία κινδυνεύει από κινεζική γρίπη. Τη στιγμή που τα προβλήματα στην κινέζικη οικονομία πλήττουν τις γερμανικές εξαγωγές, οι μεγάλες αλλά και μικρότερες γερμανικές επιχειρήσεις βρίσκονται στο στόχαστρο -και λόγω της υποχώρησης της ισοτιμίας του ευρώ-κινέζων επενδυτών.
Σύμφωνα με στοιχεία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τη μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα έχει η Γερμανία. Το 2014, οι γερμανικές επιχειρήσεις πούλησαν προϊόντα αξίας περίπου 90 δισ. ευρώ σε Κινέζους καταναλωτές, ποσό τετραπλάσιο από το αντίστοιχο της Γαλλίας, που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας της Ευρωζώνης στην Κίνα. Τώρα κλάδοι κλειδιά της γερμανικής οικονομίας, όπως για παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία, βλέπουν τις πωλήσεις τους στην κινεζική αγορά να υποχωρούν.
Ταυτόχρονα όμως, ο πακτωλός κινεζικών κεφαλαίων είναι ισχυρά όπλα για εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και κυρίως γερμανικών. Το κινεζικό ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή αγορά, δεν είναι καινούργιο. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνητικών ιδρυμάτων, τον περασμένο χρόνο στην ευρωπαϊκή αγορά επενδύθηκαν περίπου 18 δισ. ευρώ.
Μεταξύ 2000 και 2014, οι εξαγορές, συγχωνεύσεις ή οι νέες εταιρίες που ιδρύθηκαν με τη συμμετοχή των κινεζικών κεφαλαίων, εκτιμώνται ότι ανέρχονται σε 46 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόσφατα η China National Chemical Corp. απέκτησε τον έλεγχο της γερμανικής βιομηχανίας που κατασκευάζει μηχανήματα KraussMaffei.
Στόχος της εξαγοράς είναι η επέκταση της κινεζικής βιομηχανίας, στην επεξεργασία καουτσούκ και πλαστικού. Η KraussMaffei ξεκίνησε ως κατασκευαστής μηχανών το 1839. Στη δεκαετία του 1930, άρχισε επίσης να παράγει δεξαμενές και αργότερα διαχώρισε τον τομέα της κατασκευής όπλων KraussMaffei Wegmann (KMW). Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι σε κινεζικό έλεγχο πέρασε η ιταλική εταιρεία κατασκευής ελαστικών Pirelli.
H China Investment Corporation (CIC) - ένα κρατικό ταμείο επενδύσεων με κεφάλαια που ξεπερνούν τα 650 δις.ευρώ, εξετάζει την επέκταση των δραστηριοτήτων της στην Ευρώπη. Το ταμείο ιδρύθηκε το 2007, με σκοπό την επένδυση μέρους των τεράστιων συναλλαγματικών αποθεμάτων της ασιατικής χώρας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με στόχο τη μείωση της εξάρτησής της από τα ομόλογα των ΗΠΑ. Το ευρωπαϊκό της ενδιαφέρον εστιάζεται στη βιομηχανία και ειδικότερα σε εκείνες τις επιχειρήσεις που συνδυάζουν συμβατικές και ψηφιακές μεθόδους παραγωγής.
Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι, ότι ένα αδύναμο ευρώ μπορεί να βοηθά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, αλλά από την άλλη καθιστά ευάλωτες τις ευρωπαϊκές. Γερμανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν, ότι πολλές γερμανικές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους προκλήσεις. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο αυτό έχει ενισχυθεί τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια αγοράζουν μεσαίου μεγέθους γερμανικές επιχειρήσεις, για λίγα σχετικά χρήματα. Χαρακτηριστικό είναι, ότι ενώ πριν από μία δεκαετία το 70% των επιχειρήσεων βρισκόταν σε γερμανικά χέρια, πλέον το ποσοστό έχει περιοριστεί στο 30%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών Ε.Ε.- Κίνας, αγγίζει ημερησίως το 1 δισ. ευρώ. Το 2014, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα έφτασαν στο ρεκόρ των 165 δισ. ευρώ.