Την τελευταία, ουσιαστικά, ελπίδα τους να ανατρέψουν τη δυσμενή νομολογία για τα δάνεια ελβετικού φράγκου θα έχουν σε δύο εβδομάδες οι δανειολήπτες που έχουν προσφύγει στον Άρειο Πάγο με συλλογική αγωγή κατά της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ η κυβέρνηση, δια του υπουργού Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, έχει δεσμευθεί να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για τη δικαίωσή τους μόνο εάν εκδώσει αντίστοιχη απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο.
Εκατοντάδες δανειολήπτες έχουν χρησιμοποιήσει το μέσο της συλλογικής αγωγής κατά των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, με «όχημα» τον πανελλήνιο Σύλλογο Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου (ΣΥΔΑΝΕΦ). Πρόκειται για μια προσπάθεια ανατροπής της γνωστής απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία δικαιώθηκαν οι τράπεζες, ύστερα από πολυετείς δικαστικές διαμάχες με αποφάσεις και στις δύο κατευθύνσεις.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι ρήτρες περί εξόφλησης των δανείων με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου δεν μπορούν να ελεγχθούν για καταχρηστικότητα με βάση τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή, διότι βασίζονται σε σχετική διάταξη του Αστικού Κώδικα (ενδοτικό δίκαιο).
Με τις συλλογικές αγωγές, οι δανειολήπτες προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή τη δυσμενή απόφαση, ζητώντας από τον Άρειο Πάγο να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ουσιαστικά για να κριθεί εκ νέου αν επιτρέπεται, με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο, να ελεγχθεί η καταχρηστικότητα της επίμαχης ρήτρας, που προκάλεσε τις τεράστιες επιβαρύνσεις στους δανειολήπτες κατά την περίοδο εξόφλησης των δανείων τους, με τα υπόλοιπα να διογκώνονται ανεξέλεγκτα, ακόμη και αν οι δανειολήπτες πλήρωναν κανονικά τις δόσεις.
Ήδη, έχει εκδοθεί η πρώτη απόφαση σε αυτή τη σειρά συλλογικών αγωγών, η οποία αφορούσε αγωγή κατά της Eurobank. Ο Άρειος Πάγος δεν απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και απέρριψε την αγωγή. Άλλες δύο αγωγές, κατά της Alpha και της Εθνικής, επρόκειτο να συζητηθούν πρόσφατα, αλλά αναβλήθηκαν λόγω της αποχής των δικηγόρων και πήραν πολύ μακρινή δικάσιμο, ύστερα από δύο χρόνια, παρά τις περί του αντιθέτου εκκλήσεις των δικηγόρων των δανειοληπτών.
Έτσι, έμεινε προς συζήτηση σε κοντινή ημερομηνία, στις 19 Απριλίου, μόνο η αγωγή κατά της Τρ. Πειραιώς. Εάν και σε αυτή την περίπτωση ο Άρειος Πάγος ακολουθήσει την ίδια γραμμή που ακολούθησε στη συλλογική αγωγή κατά της Eurobank, ουσιαστικά θα έχουν εξανεμισθεί οι ελπίδες να αλλάξει στάση στις άλλες δύο αγωγές με το ίδιο περιεχόμενο, που έχουν μετατεθεί, ούτως ή άλλως, σε πολύ μακρινή ημερομηνία.
Το μεγάλο «βαρίδι» από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Οι νομικοί της πλευράς των δανειοληπτών επιμένουν ότι θα πρέπει και στην Ελλάδα να παρασχεθεί δικαστική προστασία σε όσους δανείσθηκαν με ρήτρα συναλλάγματος, κάτι που έχει γίνει ήδη σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε., μέλη της ευρωζώνης ή και εκτός ευρωζώνης.
Όπως λένε, κατ’ επανάληψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα εθνικών δικαστηρίων, έχει κρίνει:
- την καταχρηστικότητα τη ρήτρας της ισοτιμίας,
- ότι δεν υπήρχε προσυμβατική ενημέρωση και
- ότι είναι δάνεια με λογιστικό δανεισμό και προκαλούν ως αποτέλεσμα την άνευ ορίων μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στον δανειολήπτη - καταναλωτή.
Κατά την επιχειρηματολογία αυτή, ο Άρειος Πάγος οφείλει να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ώστε να κριθεί αν η ρήτρα συναλλάγματος μπορεί να τεθεί σε δικαστικό έλεγχο για την καταχρηστικότητά της. Αυτό είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των υποθέσεων αυτών, καθώς αν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για ρήτρα που απορρέει από το ενδοτικό δίκαιο, τον Αστικό Κώδικα, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τη Δικαιοσύνη η καταχρηστικότητα με βάση τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών, εθνική και ευρωπαϊκή.
Όμως, ο Άρειος Πάγος έχει αρνηθεί έως τώρα να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα, θεωρώντας ότι ήδη έχει δοθεί σχετική απάντηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το θέμα έχει κριθεί οριστικά.
Ειδικότερα, κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι απολύτως συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν μπορούν να ελεγχθούν οι ρήτρες συναλλάγματος.
Η απάντηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (δείτε την εδώ) καταλήγει στις ακόλουθες κρίσεις:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ρήτρα σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή η οποία απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ενδοτικού δικαίου, ήτοι διάταξη που εφαρμόζεται κατ’ αρχήν, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας των συμβαλλομένων, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (σ.σ.: για την προστασία του καταναλωτή), ακόμη και αν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
2) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ρήτρες στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, ακόμη και αν αυτό δεν έχει μεταφερθεί τυπικά στην έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους, και, σε μια τέτοια περίπτωση, τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού δεν μπορούν να κρίνουν ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, έχει ενσωματωθεί εμμέσως στο εθνικό δίκαιο μέσω της μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.
3) Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία σε ρήτρες που εμπίπτουν στο άρθρο της 1, παράγραφος 2.