Την ανάγκη διαμόρφωσης μίας βιώσιμης σχέσης ανάμεσα σε χρέος, πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο εβδομαδιαίο δελτίο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύνδεσμος υπενθυμίζει ότι η χώρα εισέρχεται πλέον σε μια μακροχρόνια περίοδο πλεονασματικής δημοσιονομικής διαχείρισης, όπου η κανονικότητα θα περιλαμβάνει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μέχρι το 2022, και γύρω στο 2% του ΑΕΠ μετέπειτα.
Κατά τον ΣΕΒ, αυτό απαιτεί τη διαπραγμάτευση ενός δυναμικού – κυλιόμενου μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέους με μείωση επιτοκίων, μετάθεση πληρωμών τόκων στο μέλλον, επέκταση της διάρκειας και των περιόδων χάριτος των δανείων κ.α.
Μία τέτοια συμφωνία, εξηγεί, προϋποθέτει την εσαεί δέσμευση της ελληνικής πλευράς για την εφαρμογή μίας δημοσιονομικής πολιτικής προκαθορισμένου πρωτογενούς αποτελέσματος. Η πιθανότητα, όμως, να επιτευχθεί μία τέτοια συμφωνία για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα -μέχρι το 2060- είναι μικρή, σπεύδει να προσθέσει.
Ως αποτέλεσμα, επισημαίνει στη συνέχεια, δεν είναι δυνατόν να συμφωνηθεί σήμερα μια ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα παράγει διαρκή αποτελέσματα, χωρίς συγκεκριμένο «quid pro quo» για την άλλη πλευρά.
«Δεν είναι, λοιπόν, δυσεξήγητη η απροθυμία του Eurogroup να συμφωνήσει σε μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, καθώς δεν είναι δυνατόν να διασφαλισθεί εκ των προτέρων η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του χρέους κατά τα συμφωνηθέντα» σημειώνει.
Βέβαια, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ο μόνος τρόπος να επέλθει αμοιβαία επωφελής συμφωνία είναι να δεσμευθούν τα δύο μέρη ότι σε τακτά διαστήματα θα συμφωνούνται διορθωτικές κινήσεις έτσι ώστε να μην συσσωρεύονται ανισορροπίες που να υπονομεύουν την βιωσιμότητα του χρέους, μέσα από ένα εξειδικευμένο σύστημα εποπτείας.
Σε κάθε περίπτωση, προσθέτει, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, από εδώ και πέρα, θα πρέπει να ενσωματώσουν στα προγράμματά τους, και την λειτουργία τους, τον μακροχρόνιο περιορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Κάνοντας ειδική μνεία στην πρόσφατη έξοδο στις αγορές, θεωρεί ότι η επιτυχής άντληση νέων κεφαλαίων «ανεβάζει» τον πήχυ της υπεύθυνης δημοσιονομικής διαχείρισης, μιας και το κόστος χρηματοδότησης είναι σχετικά υψηλό, με τα έσοδα της έκδοσης να ενισχύουν τα αποθεματικά του δημοσίου σε 10,5 δισ. ευρώ. στο τέλος του προγράμματος -εφόσον δεν σπαταληθούν.
Επιπλέον, καταλήγει ο ΣΕΒ, αντίβαρο στην οριοθετημένη ανάγκη για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων, πρέπει να αποτελέσει η ταχύρρυθμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. «Η χώρα, αν σέβεται τον εαυτό της, πρέπει να γίνει ένα επενδυτικό Ελντοράντο, ένα εφαλτήριο για τους χιλιάδες άνεργους νέους που ψάχνουν μάταια για αξιοπρεπή δουλειά» τονίζει, χαρακτηριστικά.