Αυστηρές οδηγίες στις τράπεζες της ευρωζώνης απευθύνει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ για τις ρυθμίσεις δανείων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να βρίσκουν οι τράπεζες βιώσιμες λύσεις για τους οφειλέτες. Οι συστάσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις ελληνικές τράπεζες, που έχουν διαχρονικά πολύ κακές επιδόσεις στις ρυθμίσεις δανείων, ενώ τα τελευταία έχουν κάνει την επιλογή να «ξεφορτώνονται» ρυθμισμένα δάνεια με πωλήσεις σε funds.
Ο Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) εκφράζει τον προβληματισμό του για τους αυξημένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες για αύξηση των προβληματικών δανείων στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον και σε αυτό το πλαίσιο αξιολογεί ως ιδιαίτερα σημαντικές τις αποτελεσματικές ρυθμίσεις δανείων.
Η παροχή διευκολύνσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, τονίζει ο SSM. Σε οικονομικά ευνοϊκούς καιρούς, οι διαδικασίες μη βέλτιστης ρύθμισης ενδέχεται να μην έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Ωστόσο, στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από πληθωριστικές πιέσεις, αυξανόμενα επιτόκια και αβέβαιες προοπτικές, είναι σημαντικό οι τράπεζες να προετοιμάσουν τις διαδικασίες τους για πιθανή αύξηση του προβληματικού χρέους και του κινδύνου αναχρηματοδότησης.
Τα αποτελεσματικά πλαίσια ρύθμισης και οι αποδοτικές διαδικασίες όχι μόνο θα στηρίξουν τους βιώσιμους οφειλέτες που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, αλλά θα προστατεύσουν επίσης τόσο τις τράπεζες όσο και την οικονομία από ζημίες υψηλότερες από τις αναγκαίες.
Το κείμενο καθοδήγησης
Σε αναλυτικό κείμενο για τις ρυθμίσεις δανείων που δημοσιεύεται στο τελευταίο δελτίο του, ο SSM, υπενθυμίζει ότι οι ρυθμίσεις αξιολογούνται από πέρυσι με πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο από τους επόπτες. Στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων της, η ΕΚΤ άρχισε να διενεργεί εμπεριστατωμένες αξιολογήσεις των διαδικασιών ρύθμισης των τραπεζών το περασμένο έτος, τονίζεται.
Η διευκόλυνση στους δανειολήπτες προσφέρεται όταν είναι απίθανο να είναι σε θέση να αποπληρώσουν τα δάνειά τους υπό τους τρέχοντες όρους και προϋποθέσεις. Τα μέτρα ρύθμισης μπορούν να λάβουν τη μορφή αναχρηματοδότησης, ή αναδιάρθρωσης του δανείου, ή τροποποίησης των όρων και προϋποθέσεων (συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου και της διάρκειας). Τα μέτρα αυτά, τονίζει η ΕΚΤ, θα πρέπει να επισημαίνονται ως ρύθμιση, ανεξάρτητα από το αν οι οικονομικές δυσχέρειες είναι διαρθρωτικές, όπως όταν τίθεται ζήτημα φερεγγυότητας, ή προσωρινές, όπως όταν ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας.
Ο SSM ξεκαθαρίζει στις τράπεζες ότι θα πρέπει να στοχεύουν σε βιώσιμες ρυθμίσεις και όχι σε «μπαλώματα», αλλά και να αποφεύγουν τις ρυθμίσεις δανείων, όταν ο δανειολήπτης δεν έχει τις προϋποθέσεις να πληρώνει. Όπως αναφέρει,
- Τα μέτρα ρύθμισης αποσκοπούν στην επιστροφή των δανειοληπτών σε μια βιώσιμη πορεία αποπληρωμής. Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες ρύθμισης των τραπεζών θα πρέπει σαφώς να επικεντρώνονται στην παροχή βιώσιμων λύσεων σε βιώσιμους πελάτες που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες.
- Οι διαδοχικές μη βιώσιμες λύσεις ή μέτρα που στοχεύουν μη βιώσιμους οφειλέτες θα πρέπει να αποφεύγονται, καθώς απλώς καθυστερούν τη λήψη κατάλληλων μέτρων και τελικά οδηγούν σε μεγαλύτερες από τις αναγκαίες ζημίες για τις τράπεζες και την οικονομία.
Οι πιο πρόσφατες αναλύσεις ρυθμίσεων της ΕΚΤ, σημειώνεται στην ίδια ανάλυση, επικεντρώθηκαν ιδίως σε πτυχές διαχείρισης κινδύνων και στην ετοιμότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν την αύξηση των προβληματικών οφειλετών και του κινδύνου αναχρηματοδότησης. Οι αναλύσεις αποκάλυψαν ότι οι τράπεζες πρέπει να βελτιώσουν ειδικότερα τρεις τομείς: τον τρόπο με τον οποίο εντοπίζουν έναν πελάτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζουν ότι οι πελάτες λαμβάνουν τα καταλληλότερα μέτρα και τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούν τα μέτρα ρύθμισης, τόσο σε ατομικό επίπεδο (σ.σ.: για κάθε δανειολήπτη ξεχωριστά) όσο και σε επίπεδο χαρτοφυλακίου.
Ειδικότερα, οι τράπεζες πρέπει να εντοπίζουν σωστά τους πελάτες που αντιμετωπίζουν προσωρινές οικονομικές δυσχέρειες, ελέγχοντας όλα τα αιτήματα τροποποίησης ή αναχρηματοδότησης για ενδείξεις χρηματοοικονομικής δυσχέρειας. Πρέπει να διασφαλίσουν ότι η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται βάσει σαφών ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων και με βάση αποτελεσματικά συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης.
Επίσης, οι διαδικασίες χορήγησης ρυθμίσεων θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι στους πελάτες χορηγούνται μόνο μέτρα που είναι βιώσιμα και τα πλέον κατάλληλα, με αποτέλεσμα μέγιστες τιμές ανάκτησης για τις τράπεζες. Οι αναλύσεις μας, σημειώνει ο SSM, δείχνουν ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα και απαιτούνται βελτιώσεις.
Σημαντικές ελλείψεις
Ειδικότερα, τα ακόλουθα στοιχεία είναι ουσιώδη, αλλά συχνά λείπουν:
- Οι τράπεζες θα πρέπει να ελέγχουν εάν ο πελάτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και, εάν ναι, να διερευνούν τη βασική αιτία τους πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ρύθμισης. Αυτό θα διασφάλιζε επίσης ότι η αξιολόγηση και η έγκριση των μέτρων ρύθμισης πραγματοποιείται σύμφωνα με τις πολιτικές ρύθμισης και όχι μέσω διαδικασιών διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης.
- Οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρούν πλήρη εργαλειοθήκη ρυθμίσεων που θα περιγράφει τα διάφορα διαθέσιμα μέτρα και τις συνθήκες υπό τις οποίες θα πρέπει να χρησιμοποιείται καθένα από αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το χαρτοφυλάκιο όσο και τη βασική αιτία της χρηματοπιστωτικής δυσχέρειας.
- Για να διασφαλιστεί ότι οι πελάτες μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειο υπό τους νέους όρους και προϋποθέσεις, οι οικονομικές αξιολογήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την προβλεπόμενη οικονομική κατάσταση του πελάτη υπό διαφορετικά σενάρια, καθώς και το χρονοδιάγραμμα πληρωμών των πιθανών μέτρων.
Επιπλέον, οι τράπεζες θα πρέπει να θεσπίσουν άρτιες διαδικασίες για την επιλογή μεταξύ των διαθέσιμων μέτρων που περιλαμβάνονται στην εργαλειοθήκη τους, όπως διαγράμματα αποφάσεων για λιγότερο πολύπλοκα ανοίγματα και σύγκριση της καθαρής παρούσας αξίας των διαθέσιμων επιλογών.
Υστερούν οι μηχανισμοί παρακολούθησης
Ο εποπτικός έλεγχος, αναφέρει ο SSM, αποκάλυψε ότι οι διαδικασίες των τραπεζών για την τακτική και ενισχυμένη παρακολούθηση των ανοιγμάτων υπό ρύθμιση θα πρέπει να βελτιωθούν, ώστε οι τράπεζες να μπορούν να αντιδρούν προληπτικά και άμεσα εάν ο πελάτης δεν πληροί τους όρους ρύθμισης ή εάν η κατάσταση του πελάτη επιδεινωθεί περαιτέρω από ό,τι είχε αρχικά υποτεθεί κατά τη χορήγηση του μέτρου.
Η παρακολούθηση αυτή πρέπει να βασίζεται σε ειδικούς στόχους και ορόσημα για τον πελάτη. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να καθιερώσουν τακτική λεπτομερή παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των διαδικασιών ρύθμισης, η οποία θα πρέπει να τροφοδοτεί την τακτική επικαιροποίηση των πολιτικών και διαδικασιών ρύθμισης που εφαρμόζουν. Με τον τρόπο αυτό, οι τράπεζες μπορούν να διασφαλίσουν ότι τυχόν ανεπάρκειες που εντοπίζονται αντιμετωπίζονται εγκαίρως και ότι οι τιμές ανάκτησης παραμένουν στο μέγιστο.
Μειώνονται γρήγορα τα ρυθμισμένα δάνεια στην Ελλάδα
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν κακές επιδόσεις στις ρυθμίσεις, ενώ το 2022 επέλεξαν να βγάλουν από τα χαρτοφυλάκιά τους δάνεια που είχαν ρυθμίσει και να τα πουλήσουν σε funds.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το σύνολο των ρυθμισμένων (forborne) δανείων τον Δεκέμβριο του 2022 υποχώρησε στα 11,4 δισεκ. ευρώ, από 15,2 δισεκ. ευρώ στο τέλος τους 2021, αντιπροσωπεύοντας το 7,5% του συνόλου των δανείων (έναντι 10,6% το 2021). Η μείωση των ρυθμισμένων δανείων από τον Ιούνιο του 2021 οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές τιτλοποίησης και πώλησης ΜΕΔ που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, το 13,2% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό ελαφρά μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2021 (13,8%). Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων δανείων το Δεκέμβριο του 2022 παραμένει υψηλό (42,3%), αν και εμφανίζεται βελτιωμένο σε σχέση με το 2021 (47,5%).
Το 65,6% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 63,2% στο τέλος του 2021, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 62,1%, 75,7% και 64,4% αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμισμένων δανείων αφορά μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, σε ποσοστό 70% επί του συνόλου, ενώ ακολουθούν οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις με 27,3% και οι λύσεις οριστικής διευθέτησης με ποσοστό 2,7%.