Παράταση της παραγραφής από 5+1, σε 10+1 χρόνια, αλλά απώλεια των όποιων περαιώσεων έγιναν για τις συγκεκριμένες χρήσεις επιφέρει η ανακάλυψη έστω και ενός πλαστού και εικονικού τιμολογίου.
Αυτό επαναβεβαιώνει η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, με αφορμή την προσφυγή επιχείρησης η οποία ελέγχθηκε το 2019, για τις χρήσεις 2008 και 2009, επειδή βρέθηκε να έχει εμπλακεί στη χρήση εικονικών τιμολογίων.
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το δικαίωμα του δημοσίου για έκδοση και κοινοποίηση πράξεων προσδιορισμού φόρου, έχει παραγραφεί για τις χρήσεις 2008 και 2009 και παράλληλα ο επανέλεγχος των υποθέσεων των συγκεκριμένων ετών είναι «μη νόμιμος», επειδή για τις χρήσεις αυτές είχε κάνει αποδεκτή την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων, που είχε γίνει το 2010.
Ωστόσο η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (απόφ. 905/ Μάιος 2020), απέρριψε τους ισχυρισμούς της και επικύρωσε τα πρόστιμα που είχαν επιβάλει οι ελεγκτές.
Αιτία ήταν τα εικονικά τιμολόγια που βρέθηκαν στα βιβλία της και όπως διευκρινίζει η ΔΕΔ, τα συγκεκριμένα στοιχεία συνιστούν «συμπληρωματικά στοιχεία» τα οποία όταν ανακαλυφθούν, αυξάνουν το χρόνο παραγραφής από 5 σε δέκα χρόνια.
Επίσης η ΔΕΔ τονίζει, ότι τα «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή εκείνα που αποκαλύπτουν ότι ο φορολογούμενος απέκρυψε φορολογητέα ύλη, όχι μόνο διπλασιάζουν τον χρόνο παραγραφής αλλά και:
- Ακυρώνουν τις όποιες αυτόματες περαιώσεις έχουν γίνει για τις συγκεκριμένες χρήσεις.
- Ακυρώνουν τις διαπιστώσεις των φορολογικών ελέγχων που έχουν προηγηθεί και διεξάγονται νέοι έλεγχοι με τα νεότερα στοιχεία.
Αναφορικά με τους χρόνους παραγραφής, η ΔΕΔ σημειώνει στην απόφασή της, ότι, είναι πενταετία συν ένα έτος. Δηλαδή, η χρήση του 2008 παραγράφηκε το έτος 2014. Ωστόσο, εάν βρεθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» ο χρόνος παραγραφής αυξάνεται κατά 5 επιπλέον έτη και διαμορφώνεται στην ουσία σε 11 έτη.
Έτσι για τη χρήση 2008 το περιθώριο ελέγχου ήταν μέχρι 31/12/2019, οπότε ο έλεγχος που ολοκληρώθηκε το 2019 ήταν εμπρόθεσμος. Επίσης, για τη χρήση 2009 το περιθώριο ελέγχου είναι μέχρι 31/12/2020.
Ποινικές κυρώσεις
Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί πως οι εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων, υπέχουν και ποινικές διώξεις, με προβλεπόμενες ποινές που κλιμακώνονται έως και την κάθειρξη, καθώς αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη ως εγκλήματα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά ή νοθεύει στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Αν όμως τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται με:
- Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον η συνολική αξία των στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και
- Με κάθειρξη έως δέκα έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
Στην περίπτωση που ένα νομικό πρόσωπο διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής, ως αυτουργός των εγκλημάτων αυτών θεωρείται γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση του νομικού προσώπου, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή του συντέλεσε στην τέλεσή τους.
Σημειώνεται τέλος ότι στα ανωτέρω εγκλήματα η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως και η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία.