Το σενάριο ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών της ευρωζώνης, εάν εξελιχθεί χειρότερα από τις προβλέψεις η κρίση του κορονοϊού, βάζει στο τραπέζι του σχεδιασμού από τις κυβερνήσεις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρότι διαπιστώνει ότι, με βάση δύο σενάρια που εξέτασε για την εξέλιξη της κρίσης, εκτιμάται ότι η μείωση των τραπεζικών κεφαλαίων δεν θα συρρικνώσει την κεφαλαιακή τους βάση σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα.
Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της ΕΚΤ, τα δύο σενάρια που εξετάσθηκαν δείχνουν ότι οι τράπεζες μπορούν να αντεπεξέλθουν την πίεση που δημιουργείται από την πανδημία:
- Με το βασικό σενάριο, όπου η οικονομία της ευρωζώνης συρρικνώνεται κατά 8,7% φέτος, η μείωση των κεφαλαίων πρώτης βαθμίδας (CET1) θα είναι «μόνο 1,9%, στο 12,6%». «Ως αποτέλεσμα», τονίζει η ΕΚΤ, «οι τράπεζες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να εκπληρώνουν το ρόλο τους σε ό,τι αφορά το δανεισμό στην οικονομία».
- Στο δυσμενές σενάριο, με πτώση του ΑΕΠ κατά 12,6% το 2020, το CET1 θα μειωνόταν κατά 5,7% και θα υποχωρούσε στο 8,8%. Αν και σε αυτή την περίπτωση οι τράπεζες θα ήταν υποχρεωμένες να λάβουν μέτρα για την ενίσχυση των κεφαλαίων τους, η συνολική μείωση των κεφαλαίων θα παρέμενε ελεγχόμενη.
Ο Αντρέα Ενρία, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) υπογραμμίζει ότι τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν πόσο σημαντική ήταν η ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στο καθεστώς εποπτείας που εφαρμόσθηκαν μετά την προηγούμενη κρίση. Σε αυτό το σημείο, όμως, ο Ενρία καλεί τις εθνικές αρχές «να παραμείνουν σε ετοιμότητα για να εφαρμόσουν περαιτέρω μέτρα, εάν η κατάσταση επιδεινωθεί περισσότερο από όσο προβλέπει το δυσμενές σενάριο».
Αυτή η δήλωση φαίνεται να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών με κεφάλαια των κρατών, αν και το νέο καθεστώς που έχει τεθεί σε ισχύ στην ευρωζώνη για την εξυγίανση τραπεζών με κρατική στήριξη θέτει ως προϋπόθεση την επιβολή «κουρέματος» σε πιστωτές και καταθέτες, πριν την παροχή κρατικών κεφαλαίων. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στην Ιταλία, οι κανόνες αυτοί έχουν «νερωθεί» στην πράξη.
Οι ελληνικές τράπεζες αντέχουν, αλλά...
Για τις ελληνικές τράπεζες, οι εκτιμήσεις των αναλυτών αναφέρουν ότι διαθέτουν μεν αρκετά κεφάλαια για να αντέξουν τη νέα επιδείνωση των χαρτοφυλακίων τους, όμως το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις γεννά αμφιβολίες για το πώς θα αντιμετώπιζαν στην πράξη τις αυξημένες ζημιές. Γι' αυτό, άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται πρόταση για σύσταση bad bank.
Σε πρόσφατη ανάλυσή της για τις ελληνικές τράπεζες, η HSBC σημειώνει ότι οι τράπεζες έχουν μεγάλα «μαξιλάρια» κεφαλαίων, χάρη στη χαλάρωση των κανόνων για την επάρκεια κεφαλαίων από τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές, αλλά στην πραγματικότητα, αν υπολογιστεί η πλήρης εφαρμογή των κανόνων, «έχουν περιορισμένη δυνατότητα απορρόφησης πιθανών σοκ», καθώς μάλιστα τη διετία 2020 – 2021 δεν θα καταφέρουν να δημιουργήσουν εσωτερικά κεφάλαια, επειδή θα είναι χαμηλή η κερδοφορία τους, η οποία θα πιεστεί από το σχηματισμό πρόσθετων προβλέψεων για προβληματικά δάνεια.
Για να καταφέρουν να αποφύγουν νέες αυξήσεις κεφαλαίου που θα πλήξουν τους μετόχους τους, οι τράπεζες θα πρέπει να χειριστούν με μεγάλη προσοχή τις τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων, να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτιστοποίηση του ενεργητικού και να προχωρήσουν σε πωλήσεις στοιχείων του ενεργητικού, υπογραμμίζει η HSBC.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της HSBC, η χαλάρωση των κανόνων για την κεφαλαιακή επάρκεια έχει επιτρέψει στις τράπεζες να δημιουργήσουν μεγάλα «μαξιλάρια» κεφαλαίων πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια. Ειδικότερα, ακόμη και αν υπολογιστούν τα μεγάλη κόστη που θα έχουν οι τιτλοποιήσεις, λόγω των ζημιών που προκαλούν και τα οποία φθάνουν ακόμη και τις 340 μονάδες βάσης (3,4%) στην περίπτωση της Eurobank, οι τράπεζες έχουν «αέρα» κεφαλαίων από 744 ή 810 μονάδες, στην περίπτωση της Πειραιώς και της Eurobank, αντίστοιχα, έως 847 και 972 μονάδες, για την Alpha και την Εθνική.
Με αυτούς τους υπολογισμούς, η επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών φαίνεται αρκετά «άνετη», καθώς αντιστοιχεί σε ποσοστό 11% έως 15% των εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να αντέξουν, χωρίς να πέσουν κάτω από τα ελάχιστα όρια κεφαλαίων, ακόμη και αν ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό των χαρτοφυλακίων δανείων περάσουν, λόγω της νέας κρίσης, από τα εξυπηρετούμενα στα «κόκκινα» δάνεια.
Σε αυτό το σημείο, βέβαια, υπάρχει ένας σημαντικός «αστερίσκος»: μπορεί οι τράπεζες στα χαρτιά να φαίνεται ότι διαθέτουν μεγάλα πρόσθετα κεφάλαια, στην πράξη όμως δεν είναι σαφές πόσα από αυτά τα κεφάλαια μπορούν να αξιοποιήσουν για την απορρόφηση ζημιών, επειδή μεγάλο μέρος των κεφαλαίων είναι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ενεργοποιηθεί ο νόμος που επιβάλλει την έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου.
Μετά το 2020, όμως, η HSBC σημειώνει ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνουν υπολογισμοί για το αν οι τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια, καταρχάς επειδή παραμένει αβέβαιο πόσο ακόμη θα κρατήσει η χαλάρωση των εποπτικών κανόνων. Με βάση την πλήρη εφαρμογή των κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας και με την υπόθεση ότι ένα ποσοστό 8% των εξυπηρετούμενων δανείων θα «κοκκινίσουν» λόγω της κρίσης, εκτιμάται ότι το 2023 οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν μικρά κεφαλαιακά πλεονάσματα ή ελλείμματα, τα οποία η HSBC υπολογίζει ως εξής για τις επιμέρους τράπεζες: πλεόνασμα 100 και 220 μονάδων βάσης για την Alpha και την Εθνική και ελλείμματα 20 και 130 μονάδων για την Eurobank και την Πειραιώς.
Η διαχείριση του ζητήματος της κεφαλαιακής επάρκειας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα καταλήξει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, σε μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλής κερδοφορίας για τις τράπεζες. Όπως εξηγείται στην ανάλυση, προκειμένου να αποφύγουν μια αύξηση κεφαλαίου ή την ενεργοποίηση του νόμου για τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις, δηλαδή την έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου, οι τράπεζες θα χρειαστεί να «απλώσουν» το σχηματισμό προβλέψεων σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, κάτι που θα τις καταστήσει μη κερδοφόρες για σημαντικό χρονικό διάστημα.