Με ένα αυστηρό μήνυμα προς την Τουρκία και το μπαράζ προκλητικών ενεργειών της γείτονος χώρας, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% της Κύπρου συνοδεύεται η ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για την ημέρα μνήμης της κυπριακής τραγωδίας.
Ανήμερα της συμπλήρωσης μισού αιώνα από τον «Αττίλα Ι» το υπουργείο Εξωτερικών τονίζει ότι «η Ελλάδα στέκεται με σεβασμό στην ιερή μνήμη των πεσόντων, συμμερίζεται το δράμα για τους αγνοουμένους και τους εκτοπισμένους και εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς όλους όσοι πολέμησαν γενναία για την υπεράσπιση της Κύπρου. Και δεν αποδέχεται ανοίκειες απειλές, διχαστικά ψηφίσματα και τετελεσμένα επί του πεδίου».
Η ανακοίνωση του ΥΠΕΞ
«Συμπληρώνεται φέτος μισός αιώνας από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, που οδήγησε στην κατάληψη και την κατοχή του ενός τρίτου του εδάφους της Μεγαλονήσου από τον τουρκικό στρατό, κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου.
Η Ελλάδα στέκεται με σεβασμό στην ιερή μνήμη των πεσόντων, συμμερίζεται το δράμα για τους αγνοουμένους και τους εκτοπισμένους και εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς όλους όσοι πολέμησαν γενναία για την υπεράσπιση της Κύπρου. Και δεν αποδέχεται ανοίκειες απειλές, διχαστικά ψηφίσματα και τετελεσμένα επί του πεδίου.
Το Κυπριακό παραμένει έως και σήμερα ένα ανεπίλυτο διεθνές ζήτημα παράνομης εισβολής και κατοχής κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η διαιώνιση του σημερινού status quo, με την ύπαρξη κατοχικών στρατευμάτων, όπως επίσης και η δημιουργία δύο κρατών, δεν αποτελούν αποδεκτές λύσεις του Κυπριακού.
Σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στέκεται αρωγός στην προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού για την εκκίνηση του διαλόγου με σκοπό την επανένωση της Κύπρου, στη βάση της μίας κυριαρχίας, μίας διεθνούς προσωπικότητας και μίας ιθαγένειας. Η επίλυση του Κυπριακού ήταν και θα παραμείνει ύψιστη εθνική προτεραιότητα».