Επιχειρήσεις

Υπάρχει λόγος ανησυχίας για τις ελληνικές τράπεζες;


Οποιοι παρακολουθούν την εξέλιξη της κρίσης στη ζώνη του ευρώ, έχουν συνηθίσει στο γεγονός ότι η Ελλάδα επιστρέφει περιοδικά στο προσκήνιο των εξελίξεων. Και όταν αυτό συμβαίνει, συνήθως συνοδεύεται από αναζωπύρωση της διαφωνίας μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών Θεσμών. Αυτό συνέβη νωρίτερα αυτό το μήνα, καθώς οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Μία από τις κύριες διαφωνίες τους φαίνεται ότι ήταν η αξιολόγηση της υγείας των ελληνικών τραπεζών.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν υποστεί από το 2010 τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις  - η τελευταία το 2015- οι οποίες αθροίζονται σε 43 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ διατηρεί την παραδοχή ότι ένα ποσό της τάξης των €10 δισ. πρέπει να παραμένει διαθέσιμο για την κάλυψη ενδεχόμενων πρόσθετων αναγκών στήριξης των τραπεζών.

Η αντίστοιχη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους των ευρωπαϊκών Θεσμών δεν προβλέπει την ανάγκη διατήρησης κάποιου ποσού για πιθανές μελλοντικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

Όσον αφορά την Τράπεζα της Ελλάδος, υποστηρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρήσουν υψηλούς δείκτες κεφαλαίων, ακόμη και υπό κάποιο δυσμενές σενάριο εξέλιξης.

Το ΔΝΤ είναι ιδιαίτερα προσεκτικό, τονίζοντας ότι η κατάσταση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να είναι ευάλωτη. Ο Πίνακας 1 δείχνει ότι η αναλογία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) παραμένει πολύ υψηλή, πάνω από το 40% των συνολικών δανείων για το σύνολο των τεσσάρων τραπεζών και πάνω από 50% για δύο από αυτές. Η αναλογία των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) είναι χαμηλότερη, αλλά εξακολουθεί να είναι κοντά στο 40% για τις τέσσερεις μεγάλες ελληνικές τράπεζες.

Πίνακας 1. Βασικά οικονομικά των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Σημείωση: Τα μη εξυπηρετούμενη ανοίγματα, είναι τα υλικά ανοίγματα των τραπεζών τα οποία υπάρχουν για περισσότερο από 90 ημέρες ή για τα οποία ο χρεώστης έχει οριστεί ως ανίκανος να πληρώσει τις υποχρεώσεις του. Το IFSR ορίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως τα δάνεια των οποίων η πληρωμή έχει καθυστερήσει πάνω από 90 ημέρες.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει ένα σχέδιο μείωσης των NPE σε χρονικό διάστημα τριών ετών, με στόχο τη μείωση των ΝΡΕ από 50% σε 34% το 2019 και των NPL από 37% έως 20%.

Η μείωση αναμένεται να προέλθει κυρίως από την ωρίμανση των δανείων και διαγραφές απαιτήσεων και σε μικρότερο βαθμό από ρευστοποιήσεις, εισπράξεις και πωλήσεις.

Μέχρι το τέλος του 2016, σε συνέπεια με το σχέδιο αυτό, οι διαγραφές απαιτήσεων είχαν ήδη επιταχυνθεί, φθάνοντας το ποσό των €2,5 δισ. για το 2016 (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1. Διαγραφές χρεών σε εγχώρια δάνεια (Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος)


Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες και εκτιμήσεις,  τον Ιανουάριο του 2017 τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν κατά περίπου €1 δισ. και συνέχισαν να αυξάνονται το Φεβρουάριο, αντιστρέφοντας την πτωτική πορεία των καθυστερήσεων για το έτος 2016.

Έρευνα από την Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι μία στις έξι επιχειρήσεις με μη εξυπηρετούμενα δάνεια το κάνουν αυτό από στρατηγική επιλογή, η οποία συνδέεται και με την ύπαρξη περιβάλλοντος οικονομικής αβεβαιότητας.

Αυτή η συμπεριφορά που προκάλεσε την πρόσφατη αύξηση των NPL, αποδίδεται στην αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη δεύτερη αναθεώρηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και στο γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των δανειοληπτών δεν συνεργάζονται για την επίτευξη συμφωνίας αναδιάρθρωσης, με την ελπίδα ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερους όρους - και ενδεχομένως σε κούρεμα του χρέους τους.

Εάν επιμείνουν, οι παράγοντες αυτοί θα μπορούσαν να περιπλέξουν την επίτευξη των στόχων μείωσης των NPE. Η αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων απελευθερώθηκε το 2015, κατά πάσα πιθανότητα με στόχο την προσέλκυση ξένων επενδυτών.

Ομως αυτό είναι μάλλον απίθανο να συμβεί, αν διατηρηθεί η οικονομική αβεβαιότητα. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι μια εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία  εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Company - AMC). Κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο για την Ελλάδα, καθώς υπάρχει μικρή ζήτηση για ιδιωτικές AMC, και μια δημόσια AMC θα ήταν εκτεθειμένη σε θέματα διακυβέρνησης και σε άλλους κινδύνους, δεδομένων των αυστηρών ευρωπαϊκών κανόνων, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συνθήκες bail-in, εάν απαιτηθούν βραχυπρόθεσμα επιπρόσθετα κεφάλαια.

Μια δεύτερη ανησυχία, είναι αυτή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTAS) και πιστώσεων (DTC). Όπως φαίνεται και από προηγούμενη ανάλυση του Bruegel, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις μπορούν να θεωρηθούν ως κεφάλαιο, ανεξάρτητα από το αν μια τράπεζα έχει κέρδος ή ζημιές και ανάλογα με τον τρόπο που έχουν διαμορφωθεί, μπορεί να πρόκειται για μια ενδεχόμενη υποχρέωση για τα κράτη. Οι DTC εξακολουθούν να υφίστανται για τις ελληνικές τράπεζες (Πίνακας 1), κάτι το οποίο μπορεί να μειώσει την ποιότητα των κεφαλαίων τους.

Έτσι λοιπόν, ποιά αξιολόγηση είναι περισσότερο αξιόπιστη σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες; Όπως συμβαίνει πάντα, όλες οι αξιολογήσεις θα μπορούσαν να είναι σωστές ή λάθος, ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι πολύ δύσκολο να γίνει πρόβλεψη για το ποιες θα είναι οι εξελίξεις. Κυρίως επειδή η τύχη των τραπεζών δεν είναι ανεξάρτητη από εκείνη της χώρας στην οποία βρίσκονται. Και για την Ελλάδα η οικονομική αβεβαιότητα έχει πλέον γίνει ο κανόνας.

 Πηγή: Ινστιτούτο Bruegel