Τα 265 εκατ. ευρώ έφθασε ο τζίρος των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ) σε τιμές λιανικής το 2018 στη χώρα μας, με κορυφαίες κατηγορίες τα φάρμακα για το αναπνευστικό (κυρίως αυτά κατά του κρυολογήματος) και το νευρικό σύστημα (κυρίως αναλγητικά και αντιπυρετικά), σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ).
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δύο αυτές κατηγορίες καλύπτουν το 48% των συνολικών πωλήσεων, ήτοι αποφέρουν έσοδα της τάξεως των 120 εκατ. ευρώ, ενώ παρέχουν άμεση ρευστότητα για τα φαρμακεία και τις προμηθεύτριες εταιρείες, αφού ο καταναλωτής τα αγοράζει οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να χρειάζεται συνταγή.
Αναλυτικότερα, τα σκευάσματα για το αναπνευστικό σύστημα, που αφορά κυρίως τα κλασικά αποσυμφορητικά, εμφάνισαν τζίρο της τάξης των 30 εκατ. ευρώ. Στα 18 εκατ. ευρώ εκτιμάται ο τζίρος των σκευασμάτων για το βήχα και στα 15 εκατ. ευρώ των αντίστοιχων για το λαιμό. Στην τελευταία αυτή υποκατηγορία το 50% κατέχει η Reckit & Benckizer με γνωστές καραμέλες.
Όσο αφορά στα ΜΗΣΥΦΑ του νευρικού συστήματος, οι κύριες υποκατηγορίες είναι τα αναλγητικά και αντιπυρετικά, τα οποία αποφέρουν τα 52 εκατ. ευρώ από το συνολικό τζίρο των 58 εκατ. ευρώ της κατηγορίας. Τα σκευάσματα με δραστική ουσία την παρακεταμόλη –τύπου Depon, Ponstan, Apotel- κατέγραψαν πωλήσεις της τάξης των 48 εκατ. ευρώ. Και εδώ ένα σκεύασμα κυριαρχεί με μερίδιο 50%, το Depon, το οποίο διακινεί ο όμιλος Βιανέξ.
Σημειώνεται ότι πέρυσι, οι προωθητικές ενέργειες και κυρίως η τηλεοπτικές διαφημίσεις για ΜΗΣΥΦΑ κόστισαν περί τα 45 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με μελέτη της Pharmacy Insights -η οποία εμφανίζει μικρή απόκλιση μεγεθών σε σχέση με αυτά που δίνει ο ΣΦΕΕ, τοποθετώντας την αγορά στα 264 εκατ. ευρώ- το 2018 οι τιμές των εν λόγω σκευασμάτων σημείωσαν μέση αύξηση της τάξης του 14%, οδηγώντας σε αύξηση του τζίρου της κατηγορίας σε αξία, αλλά ταυτόχρονα και σε διακίνηση λιγότερων τεμαχίων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, το 2018 ο τζίρος των ΜΗΣΥΦΑ σε τιμές λιανικής από το δίκτυο των ιδιωτικών φαρμακείων αυξήθηκε σε 264 εκατ. ευρώ, από 244 εκατ. ευρώ το 2017 (+ 7,8%), ενώ τα διακινηθέντα τεμάχια υποχώρησαν στα 67,96 εκατομμύρια από 71,77 εκατομμύρια (-5,3%).