Ακριβότερα ναυτιλιακά καύσιμα, με αυξημένο κόστος εφαρμογής του νέου ναυτιλιακού καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5%) από 01/01/2020, λόγω της νομοθεσίας του ΙΜΟ (Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός) αλλά και γερασμένος στόλος, με συνεχείς μηχανικές βλάβες, είναι δύο από τις βασικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η ελληνική ακτοπλοΐα.
Η XRTC (εταιρεία που δραστηριοποιείται από το 1999 στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τις ναυτιλιακές Επιχειρήσεις) στην ετήσια έκθεσή της, επισημαίνει την ανάγκη ανανέωσης του ακτοπλοϊκού στόλου (το μεγαλύτερο μέρος την επόμενη 10ετια θα φθάσει την ηλικία των 40 ετών) με ευέλικτα επιχειρηματικά σχήματα αλλά και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, με ευρωπαϊκή και εθνική στήριξη.
Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας τα πλοία που εξυπηρετούν σήμερα το επιβατηγό κοινό ανέρχονται σε 91 με μέσο όρο ηλικίας τα 26 έτη.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΧΡΤC ο στόλος είναι ιδιαίτερα «γερασμένος» με το 60% να είναι άνω των 22 ετών και το ένα τέταρτο να είναι άνω των 30 ετών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 30% των πλοίων είναι μεταξύ 17 και 22 ετών τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μεσήλικα.
Από το 2011 ο στόλος επίσης των πλοίων των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο συρρικνώνεται συνεχώς.
Τα τελευταία 7 χρόνια ο στόλος μειώθηκε περισσότερο από το μισό, από τα 89 πλοία του 2011 φτάσαμε στα 41 το 2018 παρά το γεγονός ότι το μεταφορικό έργο αυξάνεται κάθε χρόνο.
Όπως αναφέρει η XRTC o μέσος όρος της ηλικίας των πλοίων των Εισηγμένων έχει φτάσει τα 19,3 έτη, γεγονός που προβληματίζει τις εταιρίες οι οποίες κατανοούν την ανάγκη ανανέωσης του στόλου τους.
Επισημαίνει ωστόσο ότι τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα των εταιριών όσο και η δυστοκία των τραπεζών για τη χρηματοδότηση αυτού του εγχειρήματος δημιουργούν αβεβαιότητα.
Προσθέτει πάντως ότι οι νέες συνθήκες ανταγωνισμού με τις υπόλοιπες μικρότερες εταιρίες ίσως αποτελέσει κίνητρο για μεγάλους επενδυτές να επενδύσουν στις Εισηγμένες Εταιρίες οι οποίες παρέχουν το ζητούμενο της διαφάνειας.
Σύμφωνα επίσης με την έκθεση οι τιμές των καυσίμων, που αποτελούν σήμερα το 40% των εξόδων εκμετάλλευσης των πλοίων, έχουν αυξηθεί κατά 28% και υπολογίζεται ότι η επιβάρυνση στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιριών τη διετία 2017/2018 θα ξεπεράσει τα 90 εκατ. ευρώ.
Εξάλλου η υποχρεωτική χρήση φιλικότερων προς το περιβάλλον καυσίμων από 1/1/2020(λόγω εφαρμογής της νομοθεσίας από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό ΙΜΟ) αναμένεται να επιφέρει μια επιπλέον αύξηση κόστους της τάξης του 30%.
Τον Μάιο του 2016 το heavy fuel oil είχε 236 ευρώ ο τόνος, τράνζιτ, ενώ σήμερα είναι ήδη στα 440 ευρώ.
Η XRTC επισημαίνει ότι μία αύξηση ή μείωση στην τιμή των καυσίμων κατά 10% ανά μετρικό τόνο -ceteris paribus- για το 2017 σε ετήσια βάση είχε επίδραση στα αποτελέσματα και στην καθαρή θέση των εταιριών από 4,34 εκατ. ευρώ (ΑΝΕΚ) έως 8,3 εκατ. ευρώ (ATTICA) συνυπολογιζόμενης και της επίδρασης από τα χρηματοοικονομικά παράγωγα αντιστάθμισης του πετρελαίου.
Όπως αναφέρει, παρά το γεγονός ότι το ακτοπλοϊκό μεταφορικό έργο παρουσιάζει για τρίτο συνεχόμενο έτος αύξηση κατά 5%, οι ακτοπλοϊκές εταιρίες για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις χρειάζεται ένας στρατηγικός σχεδιασμός που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του μια σειρά παράγοντες, όπως το συνεχώς επικαιροποιημένο περιβαλλοντικό θεσμικό πλαίσιο, το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον τόσο ενδο-ακτοπλοϊκά όσο και σε σχέση με τα άλλα μέσα μεταφοράς (πχ αεροπλοΐα και υδροπλάνα), τα χαρακτηριστικά της ζήτησης της επόμενης 30ετιας και όλα αυτά σε συνδυασμό με τις δυνατότητες χρηματοδότησης που υπάρχουν.
Η XRTC προσθέτει ότι η συμμόρφωση με τους νέους περιβαλλοντικούς κανονισμούς του ΙΜΟ εκτός του ότι απαιτούν σημαντικά κεφάλαια ζητούν και έναν ολοκληρωμένο στρατηγικό σχεδιασμό στον οποίο επιβάλλεται να έχει επικουρικό ρόλο και ο νομοθέτης η αλλιώς το κράτος.
Επίσης μεγάλη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το σύνολο της ακτοπλοϊκής αγοράς είναι το ηλικιακό προφίλ του στόλου που συνδέεται άμεσα με τις νέες διατάξεις συμμόρφωσης με περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΙΜΟ.
Όπως τονίζεται στην έκθεση οι ανάγκες ανανέωσης είναι ήδη εμφανείς με την επόμενη δεκαετία να είναι κρίσιμη έτσι ώστε οι θαλάσσιες μεταφορές να πιάσουν τους στόχους που έχουν τεθεί.
Προσθέτει ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες που δημιουργούνται για να καλυφθεί η επιβεβλημένη ανανέωση του στόλου είναι τέτοια που θα χρειαστεί ο συνδυασμός επενδυτικών πηγών με την κρατική η Ευρωπαϊκή αρωγή να είναι επιβεβλημένες όσο ποτέ στο παρελθόν.