Η συμφωνία του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος της Αυστρίας με τους Πράσινους για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως ως έκπληξη. Αν δει όμως κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προκύπτει, καταλαβαίνει ότι για κανένα από τα δύο κόμματα δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια να την αποφύγει.
Του Κώστα Αργυρού*
Για τον χριστιανοδημοκράτη Καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς οι Πράσινοι φάνταζαν ως η μοναδική επιλογή, από τη στιγμή που είχε αναγκαστεί να τερματίσει τη συνεργασία με το βουτηγμένο σε σκάνδαλα αλλά και εσωτερικές διαμάχες ακροδεξιό Κόμμα των Ελευθέρων. Eνας συνασπισμός με τους –επίσης ευρισκόμενους σε βαθιά κρίση– Σοσιαλδημοκράτες είχε μάλλον αποκλειστεί εκ των προτέρων και από τις δύο πλευρές. Αλλωστε, η συγκυβέρνησή τους είχε ολοκληρωθεί το 2017 – και όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες.
Ο Κουρτς αισθάνεται άλλωστε αρκετά ισχυρός ώστε να θεωρεί και ότι θα «περάσει» εύκολα από την κομματική βάση οποιαδήποτε συνεργασία αλλά και ότι θα μπορεί να τα βγάλει πέρα με οποιονδήποτε εταίρο, από τη στιγμή που το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου ήταν εντυπωσιακό για το κόμμα του (37,5%).
Το πρόβλημα των επόμενων μηνών ή ετών θα το έχουν κυρίως οι Πράσινοι. Το 13,9% των εκλογών ήταν μια μεγάλη επιτυχία, αν αναλογιστεί κανείς την αδυναμία τους να μπουν στη Βουλή μόλις δύο χρόνια πριν, στις εκλογές του 2017. Έτσι κι αλλιώς, οι Πράσινοι της Αυστρίας ποτέ δεν ανήκαν στη ριζοσπαστική Αριστερά. Η κομματική τους βάση αποτελείται πλέον σε μεγάλο βαθμό από μεσοαστούς μορφωμένους ψηφοφόρους που δεν έχουν πρόβλημα προσέγγισης με τη Χριστιανοδημοκρατία. Πολλοί από αυτούς την ψήφιζαν στο παρελθόν.
Υπάρχει ωστόσο και ένα σημαντικό «αριστερό» κομμάτι στη βάση τους, που θεωρεί ότι αυτή η συνεργασία μπορεί να αποβεί καταστροφική, ειδικά αν ο Σεμπάστιαν Κουρτς επιμείνει στην πολύ σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό-προσφυγικό, έναν τομέα τον οποίο, με βάση την κατανομή των υπουργείων, κράτησε για το κόμμα του. Αυτή ήταν ίσως η σημαντικότερη πράσινη υποχώρηση.
Η κυβερνητική συμφωνία 300 περίπου σελίδων αλλά και η κατανομή των υπουργείων μοιάζει να δίνει στους Πράσινους σχετικά διευρυμένες αρμοδιότητες σε ζητήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον (αν και χωρίς τις δεσμεύσεις που απαιτούσαν ορισμένοι) αλλά, ως ένα βαθμό, και στην κοινωνική πολιτική. Θα πρέπει να αποδείξουν και ότι είναι σε θέση να κυβερνήσουν αλλά και ότι δεν θα ανταλλάξουν τις υπουργικές καρέκλες με μεγάλες εκπτώσεις σε ζητήματα αρχών. Αυτό δεν θα είναι απαραίτητα εύκολο, αλλά, όπως εκτίμησε η ηγεσία τους, το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγαλύτερο αν επέλεγαν να παραμείνουν στην αντιπολίτευση, οδηγώντας τη χώρα είτε σε μια επανάληψη της συνεργασίας Κεντροδεξιάς – Ακροδεξιάς είτε σε νέες εκλογές.
Για την αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα, αφού το κόμμα πάσχει από έλλειψη τόσο προσανατολισμού όσο και ηγεσίας. Η κατάστασή του θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη του «αδελφού» γερμανικού SPD. Το πέρασμά του στην αντιπολίτευση μπορεί να του προσφέρει μια ευκαιρία ανασυγκρότησης και αναδιάταξης των δυνάμεών του. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που φοβούνται ότι μπορεί τελικά να μη φανεί καθόλου στους Αυστριακούς ψηφοφόρους η απουσία του. Οι εκλογές στο παραδοσιακά κόκκινο κρατίδιο της Βιέννης το ερχόμενο φθινόπωρο θα είναι το βαρόμετρο για τις πιθανότητες επιβίωσής του. Μια ήττα και στην αυστριακή πρωτεύουσα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως η αρχή του οριστικού του τέλους.
*Δημοσιογράφος. Το άρθρο γράφτηκε για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ