Με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις οι τράπεζες υποχρεώνονται να καταβάλλουν αποζημιώσεις ύψους 5.869,40 ευρώ σε δανειολήπτες που ενοχλούν οι εισπρακτικές χωρίς την άδειά τους.
Ο λόγος είναι η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, στην οποία προέβησαν οι τράπεζες δίνοντας σε εισπρακτικές εταιρείες τα προσωπικά στοιχεία των πελατών τους, χωρίς να έχουν την άδειά τους.
Οι συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες είναι τελεσίδικες και δημιουργούν δεδικασμένο, ανοίγουν τον δρόμο για μαζικές αγωγές δανειοληπτών οι οποίοι ενοχλούνται όλες τις ώρες από εισπρακτικές εταιρείες, για καθυστέρηση πληρωμής κάποιας δόσης (ή δόσεων) του δανείου που έχουν λάβει.
Σύμφωνα με νομικούς κύκλους το μόνο που έχουν να κάνουν οι δανειολήπτες που δέχονται τηλεφωνήματα εισπρακτικών εταιρειών είναι να τσεκάρουν στη σύμβαση του δανείου, αν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση προς την τράπεζα να δίδει σε τρίτους τα στοιχεία τους. Αν στη σύμβαση αναγράφεται δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, ή αναγράφεται μόνο ότι εξουσιοδοτείται η τράπεζα να χρησιμοποιεί τα στοιχεία τους για την προώθηση προϊόντων της, τότε μπορούν να καταθέσουν αγωγή και να διεκδικήσουν αποζημίωση, για παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων.
Το ύψος της αποζημίωσης είναι προκαθορισμένο στο ποσό των 5.869,61 ευρώ, το οποίο είναι ισοδύναμο με το ποσό των 2.000.000 δραχμών που προβλέπει ο Ν. 2472/1997 και ο άρθρο 932 του ΑΚ (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός και αν ζητηθεί μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια.
Οι αποφάσεις
Ήδη μέσα στο 2019 δημοσιεύτηκαν δύο αποφάσεις που καταδικάζουν τράπεζες για την παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων και υποχρεώθηκαν στην καταβολή αποζημίωσης ύψους 5.869,40 ευρώ.
Η πρώτη απόφαση (ΜΠρΑθ 1319/2019) εκδόθηκε στις 31/1/2019, από το Τμήμα Εφέσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείο Αθηνών.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ένα ζευγάρια δανειοληπτών έλαβαν στεγαστικό δάνειο το 2005 ύψους 99.000 ευρώ. Στη συνέχεια, στις 2-1-2007 υπέγραψαν πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ως άνω σύμβασης, με την οποία τροποποιήθηκε αυτή ως προς το νόμισμα και το επιτόκιο. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης η εναγομένη συνέλεξε από τον ενάγοντα τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά του δεδομένα, ήτοι το επώνυμο, το όνομα, το όνομα πατρός, το όνομα μητρός, τον αριθμό του δελτίου ταυτότητας και τη διεύθυνση κατοικίας του. Το καλοκαίρι του έτους 2015 ο ενάγων, αντιμετωπίζοντας πρόσκαιρη οικονομική δυσκολία, καθυστέρησε για πρώτη φορά την καταβολή μίας μηνιαίας δόσης του δανείου. Προς τούτο, κατά το χρονικό διάστημα από 12-8-2015 έως 24-8-2015 ο ενάγων δέχθηκε τηλεφωνικές κλήσεις από προστηθέντες υπαλλήλους της εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις με την επωνυμία «Διαχείριση Πελατειακής Αξίας Ανώνυμη Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις» και τον διακριτικό τίτλο «Customer Value Management (CVM)», με τις οποίες τον οχλούσαν για την ύπαρξη καθυστερούμενης οφειλής από το δάνειο.
«Συγκεκριμένα, στις 12-8-2015 ο ενάγων δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από την προστηθείσα υπάλληλο της ως άνω εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών ..., στις 17-8-2015 από τον ... και στις 24-8-2015 από την ....»
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην απόφαση, ο ενάγων ουδέποτε είχε ενημερωθεί για τη διαβίβαση των απλών προσωπικών του δεδομένων από την εναγομένη στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο ενάγων συνειδητοποίησε ότι η εναγομένη είχε αναθέσει παράνομα και αντισυμβατικά την είσπραξη της οφειλής και την ενημέρωση μέσω τηλεφώνου του οφειλέτη της για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, στην οποία είχε διαβιβάσει τόσο τα ως άνω προσωπικά του δεδομένα, όσο και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει για αυτή τη διαβίβαση στη συγκεκριμένη ως άνω εταιρεία και η οποία τον όχλησε επανειλημμένως τηλεφωνικά για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής του από το δάνειο.
Ειδικότερα, η εν λόγω διαβίβαση των απλών προσωπικών δεδομένων και του δυσμενούς οικονομικού στοιχείου ήταν παράνομη, καθόσον σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 των Γενικών Όρων Τραπεζικών Συναλλαγών της πρώτης εναγομένης δεν αναφέρεται με σαφή τρόπο τόσο ο σκοπός της επεξεργασίας, όσο και τα ακριβή στοιχεία ταυτότητας ή οι κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων (άρθρο 11 παρ. 1β, γ ν. 2472/1997), με αποτέλεσμα τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος να κινδυνεύουν να καταστούν αντικείμενο συνεχούς οικονομικής εκμετάλλευσης όχι μόνο για τους σκοπούς μίας και μόνο σύμβασης (της επίδικης) από την εναγομένη, αλλά για ευρύτερους σκοπούς από άλλα (άγνωστα) νομικά πρόσωπα, προβλέποντας αόριστο και ευρύ κύκλο αποδεκτών, χωρίς να εξασφαλίζεται το απόρρητο και η ασφάλεια επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων.
Σε κάθε δε περίπτωση, δεν τηρήθηκε εν προκειμένω η διαδικασία του άρθρου 11 παρ. 3 ν. 2472/1997, ήτοι δεν υπήρξε, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε μεταγενέστερο της συλλογής των προσωπικών του δεδομένων στάδιο προηγούμενη ενημέρωση του για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων στην ως άνω συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργαζόταν η εναγομένη, το είδος των δεδομένων που θα διαβίβαζε και τον σκοπό της επεξεργασίας τους, μη αρκούσης της γενικής και αόριστης προδιατυπωμένης αναφοράς στο σημείο II του κεφαλαίου 1 των Γενικών Όρων Τραπεζικών Συναλλαγών ότι αποδέκτες των δεδομένων είναι «... Για τα στοιχεία που υποχρεούται ή δικαιούται η Τράπεζα να ανακοινώνει βάσει ή για την εκτέλεση σύμβασης, νομοθετήματος, δικαστικής ή κανονιστικής αποφάσεως, καθώς και για τα στοιχεία η ανακοίνωση των οποίων είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος της Τράπεζας ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα: Τράπεζα της Ελλάδος, Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, Χρηματιστήριο Αθηνών, Εταιρία Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων, δημόσιες και ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, φορείς κοινής ωφέλειας, Εθνικό Τυπογραφείο, ασφαλιστικά ταμεία, χρηματοπιστωτικοί και ασφαλιστικοί φορείς, Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε. (ΔΙΑΣ), «Τειρεσίας Α.Ε.», εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών...», πολλώ δε μάλλον δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε το άρθρο 10 του ιδίου νόμου για το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος. Η δε ανωτέρω παράνομη και αντισυμβατική διαβίβαση προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος και του δυσμενούς οικονομικού στοιχείου από την εναγομένη τράπεζα διά των προστηθέντωνυπαλλήλων της στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών έγινε από υπαιτιότητα της ίδιας της τράπεζας, καθώς η τελευταία όφειλε να γνωρίζει ως τράπεζα με οργανωμένο νομικό τμήμα την πιθανότητα να επέλθει βλάβη στον ενάγοντα και δη ότι η αιφνίδια όχληση του από την εταιρεία αυτή χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του θα του προκαλούσε αιφνιδιασμό, ψυχική αναστάτωση, θυμό και αγανάκτηση, όπως και πράγματι έγινε, εν προκειμένω (άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2479/1997). Επομένως, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης (και όχι των υπαλλήλων της εταιρείας ενημέρωσης οφειλετών) προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα του ενάγοντος και προκλήθηκε σε εκείνον ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 5.869,40 ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο και δίκαιο με βάση τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, τον βαθμό υπαιτιότητας των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων (άρθρα 932 ΑΚ, 23 παρ. 1 και 2 ν. 2472/1997).
Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα του, αποσκοπώντας απλώς και μόνο στο να απαλλαγεί από τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του και να δικαιολογήσει την υπερημερία του σχετικά με την καταβολή της δανειακής δόσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, απορριπτόμενου και του σχετικού λόγου έφεσης. Επομένως, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως και ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Η άλλη απόφαση
Με άλλη απόφαση, την υπ. ΜΠρΑθ 5825/2019 το Τμήμα Εφέσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 15 Μαΐου 2019 καταδικάστηκε άλλη τράπεζα για παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, προσβολή προσωπικότητας και υποχρεώθηκε στην καταβολή αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 5.869,40 ευρώ.
Η υπόθεση αφορά σε κάτοχο πιστωτική κάρτας, τα στοιχεία του οποίου δόθηκαν από την τράπεζα χωρίς την άδειά του σε εισπρακτική εταιρεία, η οποία τον ενοχλούσε.