Τράπεζες

Χάνουν οι τράπεζες από τα ομόλογα - Αρνητικές υπεραξίες


Πλησιάζουν τα 5 δισ. ευρώ οι «θεωρητικές» (λογιστικές) ζημιές των ελληνικών τραπεζών από τα χαρτοφυλάκια των ομολόγων τους, καθώς τα ελληνικά διαπραγματεύονται σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από την ονομαστική τους αξία και έχουν δεχθεί πλήγμα από την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ παρακολουθεί πολύ στενά το ζήτημα των τοποθετήσεων από τις τράπεζες της Ευρωζώνης σε κρατικά ομόλογα και προχώρησε σε πλήρη καταγραφή των υποαξιών (αρνητικών υπεραξιών) που έχουν συγκεντρωθεί στις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο των πρόσφατων ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests).

Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε αρκετά δυσμενέστερη θέση από τις άλλες τράπεζες της Ευρωζώνης, όσον αφορά τις αρνητικές υπεραξίες από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων, καθώς διακρατούν ελληνικούς τίτλους που δεν εντάσσονται προς το παρόν στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης και η αγοραία αξία τους είναι αρκετά χαμηλότερη από τη λογιστική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM, οι «θεωρητικές» ζημιές για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες από χαρτοφυλάκια ομολόγων συνολικής λογιστικής αξίας 43,56 δισ. ανέρχονταν στα 4,78 δισ. ευρώ, δηλαδή σε ένα ποσοστό σχεδόν 11% της λογιστικής αξίας. Αντίστοιχα, για τις τράπεζες της ευρωζώνης το ποσοστό αυτό ήταν 5,6%, ενώ για τις δύο κυπριακές τράπεζες (Τράπεζα Κύπρου, Ελληνική) ήταν χαμηλότερο από 5%.

Πάντως, οι τράπεζες φαίνεται να κινούνται στη σωστή κατεύθυνση της μείωσης των αρνητικών υπεραξιών από τα ομόλογα. Παρότι μεταξύ Δεκεμβρίου 2022 και Φεβρουαρίου 2023 αύξησαν τις θέσεις τους σε ομόλογα, με τη λογιστική αξία των χαρτοφυλακίων να αυξάνεται κατά 1,86 δισ. ευρώ, η «θεωρητική» ζημιά μειώθηκε από τα 5,3 στα 4,78 δισ. ευρώ.

Όπως φαίνεται στον πίνακα, τη μεγαλύτερη «θεωρητική» ζημιά από ομόλογα έχουν η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank, με 1,52 και 1,25 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Ακολουθούν η Eurobank με περίπου 1 δισ. ευρώ και η Εθνική με 967 εκατ. ευρώ.

Τα χαρτοφυλάκια ομόλογων και οι «αφανείς» ζημιές των ελληνικών τραπεζών

 

Οι τράπεζες, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όσες περιοχές έχουν αυξηθεί τα επιτόκια, κρατούν ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους αποτιμημένα στη λογιστική αξία. Η τρέχουσα αγοραία αξία τους είναι αρκετά χαμηλότερη. Σε ακραίες περιπτώσεις πιέσεων στη ρευστότητα, όπως φάνηκε με την κατάρρευση της αμερικανικής SVB που αντιμετώπισε τεράστιες εκροές καταθέσεων σε πολύ σύντομο χρόνο, μια τράπεζα μπορεί να υποχρεωθεί να πουλήσει χρεόγραφα και να καταγράψει αυτές τις μη πραγματοποιηθείσες ζημιές.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν διατρέχουν άμεσο τέτοιο κίνδυνο, καθώς έχουν υψηλούς δείκτες ρευστότητας και, το σπουδαιότερο, αρκετά σταθερή βάση καταθέσεων, που αποτελείται κυρίως από ασφαλισμένες καταθέσεις ιδιωτών. Παρ' όλα αυτά, οι μη πραγματοποιηθείσες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων δεν παύουν να αποτελούν ένα σημείο ενδιαφέροντος για τις εποπτικές αρχές, καθώς μάλιστα προβλέπεται ότι θα μπορούσαν να αυξηθούν δραματικά στο δυσμενές σενάριο των πρόσφατων ελέγχων.

Σύμφωνα με τον SSM, τον Φεβρουάριο 2023 οι συστημικές τράπεζες διατηρούσαν καθαρές μη πραγματοποιηθείσες ζημίες από ομόλογα, ύψους 73 δισ. ευρώ, ποσό που είναι συνολικά περιορισμένο. Βραχυπρόθεσμα, τονίζει ο SSM, οι ζημιές θα προέκυπταν μόνο στην απίθανη περίπτωση που οι τράπεζες έπρεπε να πουλήσουν τέτοιους τίτλους. Ειδικότερα, ακόμη και σε συνθήκες δυσχερούς αγοράς, οι τράπεζες είναι απίθανο να πουλήσουν αυτούς τους τίτλους και θα προτιμούσαν να αντλήσουν ρευστότητα μέσω άλλων διαύλων, όπως οι συναλλαγές repos με άλλες τράπεζες ή με την κεντρική τράπεζα.

Οι ακαθάριστες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες βρίσκονται σε τροχιά μείωσης, σύμφωνα με τον SSM. Αυξήθηκαν σταδιακά μετά τον Δεκέμβριο του 2021, φθάνοντας περίπου τα 124 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022. Κατά την ίδια περίοδο, οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν όλο και περισσότερο αντισταθμίσεις για να καλύψουν αυτές τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες. Μετά τον υπολογισμό των αντισταθμίσεων, το συνολικό επίπεδο έκθεσης σε κίνδυνο επιτοκίου από ομόλογα φαίνεται σχετικά συγκρατημένο από τον Φεβρουάριο του 2023.

Η ανάλυση έδειξε ότι οι καθαρές μη πραγματοποιηθείσες ζημίες θα αυξηθούν κατά επιπλέον 155 δισεκατομμύρια ευρώ εάν υλοποιηθεί το δυσμενές σενάριο κινδύνου αγοράς της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2023. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ ζητεί από τις τράπεζες να δώσουν τη δέουσα προσοχή στις στρατηγικές κινδύνου επιτοκίων, υπογραμμίζει ο SSM.