Πολύ πιο ήπια από κάθε προσδοκία είναι η μεταχείριση που θα έχουν οι ελληνικές τράπεζες στα φετινά τεστ αντοχής, όπως προκύπτει από την επίσημη ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής.
Η πρώτη «διαρροή» -μέσω “Bloomberg”- έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους επενδυτές στο ΧΑ, όπου ο κλαδικός δείκτης των τραπεζών εκτινάχθηκε κατά 4,33%, ενώ χθες είχε σημειωθεί σημαντική πτώση, λόγω των φόβων για το περιεχόμενο των ανακοινώσεων για τα τεστ αντοχής.
Το συμπέρασμα που αβίαστα εξάγεται από τους σχετικούς πίνακες που έδωσε στη δημοσιότητα η EBA πριν από λίγο είναι ότι αυτή την φορά οι ελληνικές τράπεζες δεν θα τύχουν της… βάναυσης μεταχείρισης που είχαν στους ελέγχους του 2015, οι οποίοι οδήγησαν στη γνωστή, «τραυματική» για τους μετόχους ανακεφαλαιοποίηση.
Το 2015, για λόγους που δεν είναι μόνο τεχνικοί, αλλά πιθανότατα σχετίζονται και με τη δυσπιστία που επικρατούσε τότε έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, η EBA είχε διαμορφώσει ένα όντως εφιαλτικό δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο, «τσεκουρώνοντας» υπερβολικά τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου για την ελληνική οικονομία.
Αποδείχθηκε στη συνέχεια, όμως, ότι οι παραδοχές του τεστ του 2015 ήταν πράγματι υπερβολικά απαισιόδοξες, αλλά, στο μεταξύ, είχαν χρησιμοποιηθεί ως βάση για μια ανακεφαλαιοποίηση που «διέλυσε» εντελώς τη συμμετοχή των παλαιών μετόχων, μεταξύ των οποίων και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Από τους πίνακες των μακροοικονομικών σεναρίων, που έδωσε πριν λίγο στη δημοσιότητα η EBA, προκύπτει ότι, αυτή την φορά, οι εποπτικές αρχές διαμορφώνουν ένα αρκετά... ήπιο δυσμενές σενάριο, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τις παραδοχές για το μέσο όρο της ευρωζώνης:
- H συνολική απόκλιση του δυσμενούς σεναρίου για το ΑΕΠ από το βασικό σενάριο (το οποίο έχει αντληθεί από προβλέψεις της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος) είναι 10% το 2020, ποσοστό όχι πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης (7,8%), και πολύ κοντά στο αντίστοιχο της Πορτογαλίας (9,7%).
- Στο ποσοστό ανεργίας, η μέγιστη απόκλιση από το βασικό σενάριο είναι 2,5% για την Ελλάδα, έναντι 3% κατά μέσο όρο για την ευρωζώνη.
- Λιγότερο καλές είναι οι παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου για τον πληθωρισμό, καθώς η διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2020 είναι -5,7%, έναντι μέσου όρου -2,8% για την ευρωζώνη.
- Σε σχέση με τις τιμές των κατοικιών, ισχύει μάλλον ο κανόνας «ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή», καθώς η Ελλάδα, έχοντας υποστεί μεγάλες μειώσεις τιμών τα τελευταία χρόνια, έχει μια αρνητική απόκλιση κατά 17,4% το 2020, μεταξύ βασικού και δυσμενούς σεναρίου, ενώ στην ευρωζώνη το αντίστοιχο μέσο ποσοστό είναι 25,2%. Το ίδιο ισχύει και για τις παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου για τα εμπορικά ακίνητα.
- Για το Χρηματιστήριο, το ακραίο σενάριο για την Ελλάδα προβλέπει απόκλιση 22,2% από το βασικό σενάριο, έναντι μέσου όρου 22,6% στην ευρωζώνη. Μικρές είναι οι αποκλίσεις του δυσμενούς σεναρίου και για τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το βασικό σενάριο είναι μάλλον υπερβολικά απαισιόδοξο, αφού προβλέπει ότι θα διατηρηθούν στο 5,5%-6% ως το 2020.
Η σχετικά ήπια μεταχείριση των ελληνικών τραπεζών γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αν ληφθεί υπόψη αυτό που επισημαίνει η EBA στην ανακοίνωσή της, δηλαδή ότι οι φετινοί έλεγχοι ενσωματώνουν τις πιο κακές προβλέψεις από κάθε άλλη φορά στο δυσμενές σενάριο για το ΑΕΠ της ευρωζώνης (η απόκλιση από το βασικό σενάριο φθάνει το 8,3%).
Για τον υπολογισμό του δυσμενούς σεναρίου, η EBA έλαβε υπόψη πιθανές δυσμενές μεταβολές στο κόστος δανεισμού, με διάχυση σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δυσμενή επιρροή του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης στην τραπεζική κερδοφορία, ανησυχίες για προβλήματα βιωσιμότητας δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και κινδύνους ρευστότητας στο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, που θα μπορούσαν να διαχυθούν και στις τράπεζες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της EBA, τα φετινά τεστ αντοχής ενσωματώνουν για πρώτη φορά το λογιστικό πρότυπο 9, ενώ δεν τίθενται όρια, πέραν των οποίων τράπεζες θα κρίνεται ότι αποτυγχάνουν, αλλά τα αποτελέσματα των ελέγχων θα αποτελέσουν οδηγό για την εποπτεία των τραπεζών.
Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν διαπιστωθούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες, οι τράπεζες δεν θα συρθούν σε υποχρεωτική και άμεση ανακεφαλαιοποίηση, αλλά θα έλθουν σε συνεννόηση με τους επόπτες για να εφαρμόσουν πλάνα ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης σε βάθος χρόνου.