Τράπεζες

Βραδυφλεγής βόμβα για το δημόσιο χρέος ο «Ηρακλής» των τραπεζών


Υψηλού βαθμού δυσκολίας θα είναι, όπως όλα δείχνουν, διαπραγμάτευση του υπουργείου Οικονομικών με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν για τη νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέψει να αρχίσει ο δεύτερος κύκλος του σχεδίου «Ηρακλής» για τη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις, καθώς αυξάνονται οι ανησυχίες για το ενδεχόμενο να «στραβώσει» η υπόθεση των κρατικών εγγυήσεων και να επιβαρυνθεί με πολλά δισεκατομμύρια το δημόσιο χρέος.

Το σχέδιο «Ηρακλής», όπως συνέβη και στον πρώτο κύκλο του, θέτει ως στόχο την τιτλοποίηση από τις τράπεζες προβληματικών δανείων της τάξεως των 30 δισ. ευρώ, με κρατικές εγγυήσεις ύψους 12 δισ. ευρώ. Στόχος είναι ο «Ηρακλής ΙΙ» να ενεργοποιηθεί από τον Μάιο, αμέσως μόλις ολοκληρωθούν και οι τελευταίες τιτλοποιήσεις από την πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή οι τιτλοποιήσεις της Εθνικής και της Τρ. Πειραιώς.

Το σχέδιο «Ηρακλής» είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις διοικήσεις των τραπεζών, που αντίθετα ήταν εχθρικές στο σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για bad bank, επειδή οι κρατικές εγγυήσεις έχουν μια... αλχημιστική λειτουργία στους ισολογισμούς τους: τα προβληματικά δάνεια καλύτερης ποιότητας που τιτλοποιούνται και τα κρατούν οι ίδιες οι τράπεζες καλύπτονται από την κρατική εγγύηση και έτσι έχουν μηδενική στάθμιση κινδύνου, δηλαδή δεν επιβαρύνουν τις τράπεζες με κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ταυτόχρονα, μπορούν αυτοί οι τίτλοι να αξιοποιηθούν για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ.

Στην καλή εκδοχή για την εξέλιξη της υλοποίησης του σχεδίου «Ηρακλής», τα δάνεια που καλύπτονται με τις κρατικές εγγυήσεις ανακτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις συνεργαζόμενες με τις τράπεζες εταιρείες διαχείρισης δανείων και, στη λήξη του προγράμματος, οι εγγυήσεις αποσύρονται χωρίς να έχει επιβαρυνθεί το Δημόσιο -αντίθετα, όσο παρέχει εγγυήσεις λαμβάνει από τις τράπεζες προμήθειες.

Η κακή εκδοχή, όμως, που αρχίζει να απασχολεί όλο και περισσότερο την Κομισιόν, αλλά και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων στην Αθήνα, είναι να υπάρξει εμπλοκή στις ανακτήσεις, για παράδειγμα επειδή δεν γίνονται πλειστηριασμοί ή αυτοί δεν έχουν την αναμενόμενη απόδοση. Σε αυτή την περίπτωση, πρώτες θα έχουν πρόβλημα οι εταιρείες διαχείρισης, που κινδυνεύουν, όπως προβλέπει ο νόμος, ακόμη και να αποβληθούν από τις συμβάσεις που έχουν αναλάβει. Ακολούθως, αν δεν λυθεί το πρόβλημα των χαμηλών ανακτήσεων, ο κίνδυνος μεταφέρεται στο κράτος, με τη μορφή της κατάπτωσης εγγυήσεων, που θα αρχίσει να προσθέτει δισεκατομμύρια στο δημόσιο χρέος, την ώρα που ήδη υπάρχουν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του, μετά τη διόγκωση που προκάλεσε η πανδημία.

Παρά την πίεση που ασκείται από την Κομισιόν και από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης για επανεκκίνηση πλειστηριασμών, το 2021 φαίνεται ότι θα είναι πολύ δύσκολο έτος, σε ό,τι αφορά τις ανακτήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς η κυβέρνηση επιμένει -επικαλούμενη τις δυσκολίες που δημιουργεί η πανδημία- να κρατήσει ως το φθινόπωρο «παγωμένους» τους πλειστηριασμούς. Σύμφωνα με όλες τις ενδειξεις, αυτή η απόφαση συνδέεται και με τους υπολογισμούς για το χρόνο των εκλογών.

Εξάλλου, ήδη από το 2020 οι πλειστηριασμοί «βραχυκυκλώθηκαν»: ήταν προγραμματισμένοι περίπου 28.000, αλλά μόνο στο 34% των περιπτώσεων υπήρξε επιτυχής κατάληξη. Μάλιστα, το ποσοστό επιτυχίας των πλειστηριασμών υποχωρούσε και πριν την πανδημία, καθώς το 2019 μειώθηκε σε 60%, από 74% το 2018.

Το «πάγωμα» των πλειστηριασμών, σε συνδυασμό μάλιστα και με το «πάγωμα» όλων των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης από τον Νοέμβριο, που επιβλήθηκε το δεύτερο lockdown, έχουν προκαλέσει «έμφραγμα» στις ανακτήσεις «κόκκινων» δανείων. Για να μην μεταφερθεί το πρόβλημα στα δάνεια που εντάσσονται στο σχέδιο «Ηρακλής», ήδη η κυβέρνηση άλλαξε πέρυσι μια βασική πρόνοια του σχετικού νόμου, που υποχρέωνε τους servicers να παρουσιάζουν συγκεκριμένα αποτελέσματα ανακτήσεων εντός 12μήνου, με απειλή κυρώσεων. Η προθεσμία αυτή παρατάθηκε στους 24 μήνες, για να δοθεί περισσότερος χρόνος στις εταιρείες διαχείρισης δανείων.

Όμως, ούτε αυτή η παράταση φαίνεται ότι είναι αρκετή, γι' αυτό και στο πλαίσιο των συζητήσεων που γίνονται στην Αθήνα, πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες, έχει πέσει στο τραπέζι πρόταση για... ξεχείλωμα των προθεσμιών, ώστα να δοθεί η δυνατότητα στις εταιρείες διαχείρισης να παρουσιάζουν τα πρώτα αποτελέσματά τους από τις ανακτήσεις έως και 48 μήνες μετά την τιτλοποίηση.

Τέτοιες προτάσεις δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνουν δεκτές με... ενθουσιασμό από τις Βρυξέλλες, καθώς το σχέδιο τιτλοποιήσεων με κρατικές εγγυήσεις τείνει να μετατραπεί σε παρωδία, στο βαθμό που το Δημόσιο θα εγγυάται για την είσπραξη υποτιθέμενων «ποιοτικών» μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά, την ίδια ώρα, τα πρώτα αποτελέσματα ανακτήσεων θα μετατίθενται τέσσερα χρόνια αργότερα. Υπενθυμίζεται ότι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν έδωσε την άδεια για αυτή την κρατική ενίσχυση στις τράπεζες, όπως είχε δώσει και για τις ιταλικές τράπεζες προηγουμένως, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι παροχής της εγγύησης θα ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, κάτι που δεν συνάδει με τετραετή προθεσμία ανάκτησης. Επιπλέον, όσο πιο μακριά πηγαίνει η... βαλίτσα των ανακτήσεων, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος αποτυχίας και κατάπτωσης εγγυήσεων.

Μια «ενδιάμεση λύση» για να αυξηθούν οι ανακτήσεις, χωρίς όμως να αρχίσουν οι πλειστηριασμοί, είναι αυτή που προτείνουν οι εταιρείες διαχείρισης δανείων: να επανεκκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, έστω και αν δεν γίνονται πλειστηριασμοί, ώστε τουλάχιστον να έχουν οι εταιρείες το «όπλο» της διαταγής πληρωμής για να «συνετίζουν» τους κακόπιστους οφειλέτες.

Σε κάθε περίπτωση, οι εταιρείες διαχείρισης ανησυχούν τόσο για την έλλειψη των «όπλων» που δίνουν οι πλειστηριασμοί και τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, όσο και για την επίδραση που θα έχει αυτή η εμπλοκή στην εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», προειδοποιώντας ακόμη και για τη μεταφορά του κόστους στους φορολογούμενους. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο Αν. Πανούσης, διευθύνων σύμβουλος της doValue και πρόεδρος της ένωσης των εταιρειών διαχείρισης δανείων,

  • Το πρόβλημα των κακόπιστων οφειλετών, εκείνων που επιχειρούν να αξιοποιήσουν ακόμη και τη δοκιμασία της πανδημίας για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους σε βάρος των συνεπών και της οικονομίας, παραμένει. Και δυστυχώς βρίσκουν καταφύγιο σε μέτρα καλής πρόθεσης που αποδεικνύονται όμως στην πράξη ατελέσφορα και φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
  • Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γενική αναστολή όλων των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης – και όχι μόνον των πλειστηριασμών. Έχω πει επανειλημμένα και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι οι πλειστηριασμοί και γενικά η προσφυγή σε αναγκαστική εκτέλεση δεν αποτελεί ούτε πρόθεση, ούτε επιλογή μας. Εμείς θέλουμε λύσεις. Λύσεις αμοιβαία αποδεκτές και βιώσιμες για να αναβιώσουν και να πληρωθούν τελικά τα δάνεια στο βαθμό που μπορεί να ανταποκριθεί ο οφειλέτης. Η αναγκαστική εκτέλεση δεν είναι πρώτη μας προτεραιότητα. Είναι λύση κοστοβόρα και χρονοβόρα.
  • Αλλά. Υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά». Η απουσία της, ως έσχατο μέσο καταφυγής σε βάρος των στρατηγικών κακοπληρωτών, έχει σοβαρές παρενέργειες. Οι κατά σύστημα ασυνεπείς ενθαρρύνονται στην ασυνέπειά τους. Και οι συνεπείς βλέπουν ότι οι καταχρηστικές συμπεριφορές γίνονται ανεκτές. Έτσι καταστρέφεται μια μεγάλη κατάκτηση που είχαμε τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, η αποκατάσταση της κουλτούρας πληρωμών στην Ελλάδα. Όπως όλοι ξέρουμε, ήταν πηγή δεινών για την οικονομία στο παρελθόν.
  • Η υποτροπή αποτελεί απειλή για το δημόσιο συμφέρον μακροπρόθεσμα, κι όχι απλώς για τους κατόχους δανειακών χαρτοφυλακίων. Το παρατεταμένο πάγωμα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης έχει ήδη πλήξει σοβαρά το ρυθμό με τον οποίο επιτυγχάνονται ρυθμίσεις και συναινετικές διευθετήσεις. Έτσι, όμως, ξεκινά ένα ντόμινο παρενεργειών στην οικονομία. Τα σχέδια των τραπεζών για μείωση του αποθέματος ΜΕΔ καθυστερούν, και μαζί τους η πλήρης αποκατάσταση της δυνατότητάς τους να χρηματοδοτούν την οικονομία – τώρα ακριβώς που πρέπει να στηριχτεί η ανάκαμψη.
  • Εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση, αυξάνει ο συντελεστής ρίσκου και για τις τιτλοποιήσεις που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, μέσω του προγράμματος Ηρακλής. Οι σχεδιασμοί των επενδυτών δυσχεραίνονται με αντίστοιχη επίπτωση στις αποτιμήσεις των νέων τιτλοποιήσεων – δηλαδή των ποσών που θα επενδύσουν στη χώρα ξένοι επενδυτές για να αποκτήσουν τα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια.