Σε βαρύ κλίμα συνεχίζεται και σήμερα η διαπραγμάτευση των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, καθώς, στην πρώτη ημέρα συναλλαγών επί του νέου 7ετούς ελληνικού τίτλου, η τιμή του υποχωρεί και η απόδοση διαμορφώνεται πάνω από 3,9%, αρκετά υψηλότερη από την απόδοση διάθεσης της περασμένης εβδομάδας (3,5%).
Το νέο ομόλογο αφήνει πικρή γεύση στα hedge funds που το αγόρασαν, καθώς η τιμή του υποχωρεί, με συναλλαγές μικρής αξίας, στο 96,63 (στη δημοπρασία η τιμή διάθεσης ήταν 99,2), δηλαδή κατά 2,6%. Η απόδοση έχει φθάσει το 3,92%.
Πρόκειται για μια φυσιολογική, αν και όχι ευχάριστη, εξέλιξη καθώς τις τελευταίες ημέρες η ελληνική καμπύλη επιτοκίων έχει «σηκωθεί» αρκετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η απόδοση του 5ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει το 3,7% και του 10ετούς το 4,3%.
Η αύξηση αποδόσεων στα ομόλογα είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση των γερμανικών 10ετών ομολόγων από τα μέσα Δεκεμβρίου έχει υπερδιπλασιασθεί, φθάνοντας τώρα στο επίπεδο του 0,73%, ενώ δεν υπερέβαινε το 0,3%.
Η διεθνής αγορά ομολόγων προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η διαφαινόμενη υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας, όπου ο ρυθμός αύξησης των αμοιβών της εργασίας έχει φθάσει το 2,9% (υψηλότερο ποσοστό της οκταετίας), ενώ οι μεγάλες μειώσεις φόρων και αυξήσεις δαπανών από τη διοίκηση Τραμπ ρίχνουν «λάδι στη φωτιά».
Αύριο θα ανακοινωθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Ιανουαρίου, με την αγορά να περιμένει ότι θα «τρέξει» με ρυθμό έως 1,9%. Κάθε τιμή υψηλότερη από αυτή θα ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι η Fed θα υποχρεωθεί να αυξήσει φέτος τέσσερις και όχι τρεις φορές το βασικό της επιτόκιο.
Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου πλησιάζει το 2,9% και θεωρείται βέβαιο ότι, αρκετά σύντομα, θα ξεπεράσει το όριο του 3%.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βλέπει την οικονομία να τρέχει με ρυθμό ταχύτερο και από την αμερικανική, ενώ η Γερμανία ασκεί συνεχή πίεση για απόσυρση των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας, με πρώτο βήμα τον τερματισμό της ποσοτικής χαλάρωσης και, αργότερα, τον τερματισμό της πολιτικής μηδενικών επιτοκίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να περάσει αρκετές δοκιμασίες, μέχρι την έξοδο από μνημόνιο. Κεντρικός στόχος είναι να «προσγειωθεί» σταδιακά το κόστος δανεισμού χαμηλότερα από το 3,6%, που είναι το κόστος άντλησης δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον γενικής και συνεχούς αύξησης του κόστους δανεισμού και απόσυρσης της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, το ενδεχόμενο να εμφανισθεί αποστροφή των επενδυτών στον κίνδυνο, στο οποίο αναφέρθηκε χθες ο Γιάννης Στουρνάρας, δεν είναι μικρό και το στοίχημα της άντλησης κεφαλαίων με 10ετή ομόλογα και με μια απόδοση χαμηλότερη από το 3,6% δεν θα είναι εύκολο να κερδηθεί.
Πολύ περισσότερο, όταν η Ελλάδα είναι καταδικασμένη για αρκετό καιρό ακόμη, τουλάχιστον ως τα μέσα του 2019, να απευθύνεται σε ένα μικρό τμήμα της αγοράς ομολόγων, δηλαδή στα πιο κερδοσκοπικά funds, που μπορούν να αγοράζουν ομόλογα ακόμη και όταν κατατάσσονται, όπως τα ελληνικά, στην κατηγορία «σκουπίδια» (“junk”) των οίκων αξιολόγησης.
Αν η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να «προσγειώσει» το κόστος δανεισμού της από την αγορά ως το καλοκαίρι σε ένα επίπεδο χαμηλότερο από το κόστος χρηματοδότησης από το ΔΝΤ, το σενάριο της «καθαρής» εξόδου θα αρχίσει να «χλωμιάζει» και θα επανέλθουν οι πιέσεις για προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM.