Οικονομία

Βουλή: Εφικτοί οι στόχοι στον προϋπολογισμο του 2024


«Στον προϋπολογισμό του 2024 αποτυπώνεται η οικονομική σταθερότητα και η πρόοδος της χώρας και ταυτόχρονα η διανομή, προς όφελος των πολιτών, συγκεκριμένων δημοσιονομικών πόρων με την μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη».

Αυτό υπογράμμισε ο υφυπουργός Οικονομικών, Θανάσης Πετραλιάς, στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, όπου συζητείται για δεύτερη μέρα, το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2024.

Τόσο ο κ. Πετραλιάς όσο και ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, που πήρε αμέσως μετά το λόγο, χαρακτήρισαν αισιόδοξα τα μηνύματα για την ελληνική οικονομία και την αναπτυξιακή της πορεία και εφικτούς τους στόχους του προγράμματος, τονίζοντας όμως παράλληλα τους κινδύνους για τη χώρα, αν αποκλίνει από την δημοσιονομική σταθερότητα.

«Ο προϋπολογισμός του 2024 είναι ο πρώτος μετά από 13 χρόνια που καταρτίζεται με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα. Ένα επίτευγμα που οφείλεται πρωτίστως στις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών», τόνισε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Οικονομικών και συμπλήρωσε:

«Είναι ένας προϋπολογισμός, που μετά από πολλά χρόνια εκτάκτων παρεμβάσεων, περιλαμβάνει σειρά από θετικά μόνιμα μέτρα, για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και των μισθών, χωρίς να αποκλίνει από τους στόχους της δημοσιονομικής σταθερότητας. Και περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων που είχαν εξαγγελθεί προεκλογικά, όπως και τα επιπλέον μέτρα που ανακοινώθηκαν στην ΔΕΘ από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, για τη στήριξη του εισοδήματος».

Όπως ανέφερε ο κ. Πετραλιάς, «ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει παράλληλα, τα απαραίτητα κονδύλια για τις αποζημιώσεις των πληγέντων από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές, αλλά και μόνιμες πιστώσεις για την αντιμετώπιση μελλοντικών φυσικών καταστροφών».

«Στον προϋπολογισμό του 2024 αποτυπώνεται η ανθεκτικότητα και η δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η οποία εμφανίζεται να συνεχίζει την αναπτυξιακή της πορεία, με εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για φέτος, έναντι 0,8% της Ευρωζώνης, την ανεργία να έχει υποχωρήσει στο 10,9% τον Αύγουστο, από το 12,3% τον αντίστοιχο μήνα πέρσι, και τον πληθωρισμό σταδιακά να αποκλιμακώνεται στο 1,6% τον Σεπτέμβριο του 2023. Η επίτευξη των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος ενισχύει σημαντικά την αξιοπιστία του αξιόπλοου της χώρας ενόψει των επικείμενων αξιολογήσεων», σημείωσε.

Ο κ. Πετραλιάς ανέφερε ότι «ίσως πιο σημαντική είναι η πορεία της αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους, από 152% του ΑΕΠ το 2022 σε 159% το 2023 και 152% το 2024» και επεσήμανε ότι «σε αυτές τις βάσεις καταρτίστηκε ο προϋπολογισμός του 2024, στον οποίο αποτυπώνεται η οικονομική σταθερότητα και η πρόοδος και ταυτόχρονα η διανομή προς όφελος των πολιτών συγκεκριμένων δημοσιονομικών πόρων, με την μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη».

Ο κ. Πετραλιάς στάθηκε ιδιαίτερα στην αποκατάσταση των πληγέντων από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Ο προϋπολογισμός του 2024 καταρτίζεται υπό το βάρος των διαδοχικών πρωτοφανών φυσικών καταστροφών που έπληξαν τη χώρα τους προηγούμενους μήνες. Γι΄ αυτό και καθίσταται επιτακτική η πρόβλεψη σχετικών κονδυλίων κατ' έτος για την θωράκιση της οικονομίας μας από μελλοντικές φυσικές καταστροφές.

Γι΄ αυτό το σκοπό, προϋπολογίζεται για το 2024 και εφεξής, ποσό ύψους 600 εκατ. ευρώ στο Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ώστε να καλύπτονται σε μόνιμη βάση οι δαπάνες κρατικής αρωγής έναντι φυσικών καταστροφών, αυξάνοντας το ύψος των διαθέσιμων κονδυλίων κατά 300 εκατ. ευρώ. 

Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι πόροι που θα εισρεύσουν το 2024 στην ελληνική οικονομία, ύψους 12,1 δισ. ευρώ, μέσω του Προγράμματος Επενδύσεων, ύψους 8,5 δισ. ευρώ και από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 3,6 δισ. ευρώ».

Ακόμα, έδωσε έμφαση στους πόρους για την ενίσχυση του εισοδήματος των πολιτών, του κοινωνικού κράτους και των επενδύσεων, όπως και στα καθαρά έσοδα, τα οποία, όπως είπε, «αυξήθηκαν από 62,1 δισ. σε 65,2 δισ. ευρώ, γιατί μεγαλώνει η οικονομία μας, που από 183 δισ. ΑΕΠ το 2019 έχουμε φέτος μια οικονομία με 224 δισ. ΑΕΠ και του χρόνου με 235 δισ. ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 30% μεγαλύτερη».

«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μία σταθερή ανοδική τροχιά, επιτυγχάνοντας τους στόχους που έχουν τεθεί από το πρόγραμμα σταθερότητας. Αυτό το διαπιστώνουν διεθνείς οργανισμοί αλλά και από το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον που υπάρχει για τη χώρα μας.

Όλα αυτά είναι τα αποτελέσματα της συνετής και αποτελεσματικής πολιτικής των τελευταίων ετών και της εφαρμογής ενός προγράμματος με πολύ θετικό μεταρρυθμιστικό πρόσημο. Θα συνεχίσουμε λοιπόν απαρέγκλιτα το πρόγραμμα για το οποίο οι πολίτες εξέλεξαν αυτή την κυβέρνηση, υλοποιώντας τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα» κατέληξε ο κ. Πετραλιάς.

Από την πλευρά του, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής, υπογράμμισε ότι «οι στόχοι του τρέχοντος έτους και του επόμενου έτους είναι απόλυτα εφικτοί».

Παράλληλα όμως, εξέπεμψε σήμα κινδύνου σε ενδεχόμενο άρσης των μέτρων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, επισημαίνοντας ότι «οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές και πρέπει η χώρα να αποφύγει την τραυματική εμπειρία του παρελθόντος, να επαναφέρει τα δημόσια δημοσιονομικά της χώρας στην κατάσταση που είχαμε πριν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή σε μια πάρα πολύ δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση».

«Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του προσχεδίου είναι ότι κατατίθεται σε ιδιαίτερες συνθήκες οι οποίες είναι και θετικές και αρνητικές. Οι θετικές είναι ότι η χώρα μας ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, καθιστώντας το Εθνικό Δημόσιο Χρέος ισότιμο με τα κρατικά χρέη του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου. Είναι ένα ιδιαίτερα θετικό βήμα.

Η αρνητική πλευρά είναι ότι πρόσφατα είχαμε τις σοβαρές φυσικές καταστροφές, οι οποίες άφησαν μόνιμες βλάβες που θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν και θα κοστίσουν στην ελληνική οικονομία και στον προϋπολογισμό», ανέφερε ο κ. Κουτεντάκης.

Στη συνέχεια, ο κ. Κουτεντάκης χαρακτήρισε «αρκετά ρεαλιστική και πολύ κοντά στην εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, την πρόβλεψη για το τρέχον έτος» και «αισιόδοξη την πρόβλεψη για το 2024». 

Όπως είπε, «σύμφωνα με τα δημοσιονομικά στοιχεία, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδος βελτιώνεται κατά μία μονάδα κατά έτος και θα κλείσει στο 2,1% του χρόνου» ενώ πρόσθεσε ότι «αυτή η βελτίωση φαίνεται ότι προέρχεται από την πλευρά των εσόδων αποκλειστικά».

Σημείο προσοχής για τον κ. Κουτεντάκη είναι ότι «η αύξηση των φορολογικών εσόδων για φέτος υπερβαίνει κατά πολύ την πρόβλεψη του περσινού προϋπολογισμού και από πέρσι που ήταν 1,7 δισ. ευρώ, έφθασε φέτος στα 4,4 δισ.».

«Οι στόχοι του τρέχοντος έτους και του επόμενου έτους είναι απόλυτα εφικτοί. Οι αβεβαιότητες αφορούν το ζήτημα των φυσικών καταστροφών», ανέφερε.

 Σήμα κινδύνου εξέπεμψε ο κ. Κουτεντάκης στο ενδεχόμενο να υλοποιηθεί η πρόσφατη απόφαση του ελεγκτικού συνεδρίου σχετικά με τις συντάξεις των δικαστικών, λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Ένα ενδεχόμενο άρσης των μέτρων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, θα επαναφέρει τα δημόσια δημοσιονομικά της χώρας στην κατάσταση που είχαμε πριν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή σε μια πάρα πολύ δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση».

«Η Ελλάδα κατάφερε να σταθεροποιήσει τα δημοσιονομικά της μετά από την κρίση και αυτό το πέτυχε με ένα μεγάλο κόστος και οικονομικό και κοινωνικό. Και σίγουρα υπάρχει πρόθεση από όλους μας να αφήσουμε πίσω μας αυτή την τραυματική εμπειρία.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τα διδάγματα αυτής της κρίσης. Και αν υπάρχει ένα ελάχιστο δίδαγμα από αυτή την περιπέτεια είναι ότι η δημοσιονομική σταθερότητα δεν είναι κάτι που επιβάλουν κάποιες ευρωπαϊκές συνθήκες ή κάποιες διεθνείς αγορές και οίκοι αξιολόγησης. Αν υπονομευτεί η δημοσιονομική σταθερότητα οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές. Γι΄αυτό η δημοσιονομική υπευθυνότητα πρέπει να γίνει ένα θέμα, υπεράνω πολιτικής και κομματικής αντιπαράθεσης. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγουμε νέες δημοσιονομικές κρίσεις», τόνισε και πρόσθεσε:

«Υπάρχουν αισιόδοξα στοιχεία και στα πρώτα είναι η αναβάθμιση της χώρας και της δυνατότητας που έχει σήμερα το ελληνικό κράτος να παρακολουθεί τα οικονομικά του, να τα ελέγχει και να ξέρει που βρίσκεται».

Σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη, «το στοιχείο που δεν εμπνέει αισιοδοξία είναι ο τρόπος που γίνεται η δημόσια συζήτηση».

«Σε μεγάλο βαθμό καλλιεργείται μία ωραιοποιημένη εικόνα από τις κυβερνήσεις, που δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα. Στη δημοσιονομική πολιτική υπάρχουν οι χαμένοι και οι κερδισμένοι. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν νομίζω ότι έχουμε σημειώσει αρκετά μεγάλη πρόοδο σαν πολίτες και σαν πολιτικό σύστημα. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια και αρκετή συνεννόηση ώστε να γίνει κατανοητό και από το πολιτικό προσωπικό και από τους πολίτες ότι η δημοσιονομική σταθερότητα είναι μια σοβαρή υπόθεση και θα πρέπει να την παίρνουμε αρκετά σοβαρά».

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Διαβαστε επισης