ΕΥΖην

«Τζάνγκο», από την τζαζ στην αντίσταση


Ενώ υπάρχουν άπειρες ταινίες με θέμα το Ολοκαύτωμα, ελάχιστες είναι εκείνες που αναφέρονται στον αφανισμό και στις  διώξεις που υπέστησαν οι Σίντι και οι Ρομά την περίοδο του ναζισμού στις χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται η ταινία «Τζάνγκο» του Γάλλου σκηνοθέτη Ετιέν Κολμάρ, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα την Πέμπτη.

Παρουσιάζοντας τη ζωή του τσιγγάνου μουσικού Τζάνγκο Ράινχαρντ, δίνει το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο της εποχής και αποκαλύπτει μιά άγνωστη στο ευρύ κοινό γενοκτονία.

Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ είναι ένας από τους θρύλους της τζαζ. Με τις ιδιαίτερες τσιγγάνικες πινελιές του στην κιθάρα έφτιαξε μια μουσική σχολή, τη λεγόμενη gypsy swing, που μέχρι σήμερα συναρπάζει τα πλήθη.

Αναπόφευκτα λοιπόν στην ταινία του Κολμάρ υπάρχει πολλή μουσική. Ωστόσο το βάρος δεν πέφτει εκεί. Ο σκηνοθέτης εστιάζει πολύ περισσότερο στις ζοφερές στιγμές που βίωσε ο ίδιος ο μουσικός, η οικογένειά του και γενικά η μειονότητα των Σίντι, εξαιτίας της ναζιστικής επέλασης στην Ευρώπη.

Ο Ετιέν Κολμάρ επικεντρώνει την προσοχή του στη ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη την περίοδο 1943-1945. Ο Τζάνγκο ήταν τότε μεγάλο όνομα στις μουσικές σκηνές του νυχτερινού Παρισιού.

Οταν οι Ναζί κατέλαβαν τη γαλλική πρωτεύουσα, αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούν έτσι απλά να συλλάβουν τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Αντίθετα, επειδή δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ξεκάθαρη μουσική του δεξιοτεχνία, θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους προπαγανδιστικούς σκοπούς. Του πρότειναν έτσι να πάει περιοδεία στη Γερμανία και να παίξει ενάντια «στην αμερικανική μαύρη μουσική».

Ο Τζάνγκο αποφάσισε τότε να δραπετεύσει στην Ελβετία. Βρήκε καταφύγιο στη γαλλόφωνη Ελβετία και για να επιβιώσει έδινε μικρές συναυλίες σε τοπικά εστιατόρια και μπαρ. Όμως και εκεί οι Γερμανοί τον εντόπισαν και προσπάθησαν αυτή τη φορά να τον πείσουν να δώσει μια συναυλία για Γερμανούς στρατιώτες. Στο μεταξύ η ερωμένη του, Λουίζ, την οποία υποδύεται στην ταινία η Σεσίλ ντε Φρανς, έπαιζε σε όλη αυτή την ιστορία έναν αμφιλεγόμενο ρόλο.

Όπως ανέφερε ο Ετιέν Κολμάρ κατά την προβολή της ταινίας στη Μπερλινάλε, πρόκειται για ένα έργο που αφορά τις διώξεις μουσικών από τους Ναζί - μια ιδιαίτερη πτυχή της σκοτεινής εκείνης περιόδου. Είναι όμως και ένα επίκαιρο έργο που θίγει τον εξαναγκασμό σε φυγή, μια κατάσταση που σήμερα βιώνουν πρόσφυγες και μετανάστες. Τέλος, είναι μια ταινία που θέτει ξανά το ζήτημα της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης αλλά και της τέχνης που υφίσταται πιέσεις σε καιρούς ανελευθερίας, καταπίεσης και αυθαιρεσίας.

Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ κατάφερε να επιβιώσει στον πόλεμο και να διατηρήσει ακέραιο το καλλιτεχνικό του ήθος. Αντίθετα πολλά μέλη της οικογένειάς του, όλοι Σίντι, έπεσαν θύματα των ναζιστικών διώξεων. Μετά το τέλος του πολέμου συνέθεσε Ρέκβιεμ για τα θύματα του ναζισμού. Κομμάτια της παρτιτούρας σώζονται μέχρι σήμερα

ΠΗΓΗ: Deutsche Welle.