Ισχυρή επιβράδυνση της οικονομίας το 2023 και ανάκαμψή της κατά την επόμενη διετία, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής. Η ΤτΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα «πέσει» από το φετινό 6,2% στο 1,5%, πρόβλεψη που είναι χαμηλότερη από εκεί του οικονομικού επιτελείου (1,8%).
Η ΤτΕ θέτει αστερίσκους και εν γένει προβληματισμούς για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που σχετίζονται με το πολιτικό ρίσκο (δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης), τη νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, τον επίμονο πληθωρισμό το 2023, καθώς τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος βλέπει ανάπτυξη 6,2% για εφέτος και 1,5% για το 2023 και εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι αφενός η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί και θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και αφετέρου ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και τη σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της ευρωζώνης.
Επιπροσθέτως, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία».
Βέβαια, όπως επισημαίνεται, οι προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίοι συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες.
Ειδικότερα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι προβλέπεται σε περίπτωση:
- περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε εντονότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας,
- υψηλότερου και πιο παρατεταμένου πληθωρισμού, γεγονός που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες αυξήσεις των ονομαστικών αμοιβών και θα έθετε έτσι σε κίνηση μια ανατροφοδοτούμενη άνοδο του πληθωρισμού,
- νέου κύματος της πανδημίας,
- χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ,
- εμφάνισης μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και
- καθυστέρησης στο σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εθνικές εκλογές και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής.
Οι οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου αποτελούν επίσης κίνδυνο για την ελληνική οικονομία.
Όσον αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι παρά την πρόοδο όσον αφορά τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, τη μείωση του φορολογικού βάρους και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και την αύξηση της εξωστρέφειας, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά τον δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021.
Επίσης τονίζεται ότι η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό που προγραμματίζεται για το επόμενο έτος θα πρέπει να είναι τέτοια που να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ώστε να αποτραπεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών.
Οι προτεραιότητες και οι κίνδυνοι για τις τράπεζες
Αναφορικά με τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα επισημαίνεται ότι η αβεβαιότητα σχετικά με τις επιδράσεις της ανόδου των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που συνδέονται με το τραπεζικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας.
Αναγνωρίζεται ωστόσο η πρόοδος που έχει συντελεστεί στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (στο 9,7%) καθώς και το ότι όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό κόκκινων δανείων.