Οικονομία

ΤτΕ: Ανάκαμψη άνω του 8% για την ελληνική οικονομία το 2021


Ισχυρή ανάκαμψη άνω του 8% προβλέπει για την ελληνική οικονομία το 2021, η Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ για το 2022 εκτιμά ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι της τάξεως του 5%.  Η ΤτΕ, ωστόσο, στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που κατέθεσε στη Βουλή,  εκφράζει την ανησυχία ης για την πορεία της πανδημίας και την ακρίβεια.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση «η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε με υψηλούς ρυθμούς στη διάρκεια του 2021, μετά τη σημαντική ύφεση που καταγράφηκε το 2020, λόγω της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή της. Με τη σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού και την επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε σημαντικά το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2021, ενώ για το σύνολο του έτους ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να είναι πολύ ισχυρός, υπερβαίνοντας το 8%. Για το 2022 προβλέπεται να είναι 5%».

Οι αστερίσκοι αναφορικά με την πορεία της οικονομίας,  εδράζονται στην έξαρση της πανδημίας εξαιτίας της μετάλλαξης «Ομικρον» αλλά και εκτόξευσης του κόστους ενέργειας.  «η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, η ανησυχία για τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και η αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, εντείνουν την αβεβαιότητα και αυξάνουν τους κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας ο οποίος υπογραμμίζει τα εξής:

«οι μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Παρόλα αυτά:

Την περίοδο μετά την πανδημία, η Ελλάδα θα κληθεί να διασφαλίσει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, μέσα και από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων ενδέχεται να αντιστραφεί αν διατηρηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.

  •  Η τήρηση των κανόνων του υπό διαμόρφωση νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων κρίνονται ως αναγκαίες  προϋποθέσεις για την εξασφάλιση μιας πτωτικής δυναμικής του δημόσιου χρέους, η οποία ενισχύεται και από τη διατήρηση των ευνοϊκών του χαρακτηριστικών, όπως η σύνθεσή του και η διάρθρωση των αποπληρωμών.
  • Παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η πιστοληπτική αξιολόγησή της υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, κυρίως όμως στερεί την ελληνική οικονομία από πολύτιμους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να εισρεύσουν από το εξωτερικό σε πολλούς κλάδους και τομείς, είτε ως δανειακά κεφάλαια χαμηλού κόστους είτε ως συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων.

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022 και μέχρι τη λήξη της περιόδου των επανεπενδύσεων το τέλος του 2024, μεγαλύτερου ύψους από τις επανεπενδύσεις των εξοφλήσεων των ομολόγων που αγόρασε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP), αναμένεται ότι θα διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και χαμηλό κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Υπό την έννοια αυτή, παρέχει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, το οποίο όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.

Διαβαστε επισης