Η στήριξη του ΕΣΥ ώστε να είναι ισχυρό και προσβάσιμο από όλους τους πολίτες είναι κεντρική προϋπόθεση ώστε η «επόμενη μέρα» να είναι για την «στήριξη της κοινωνίας και την υπέρβαση του αισθήματος ανασφάλειας που αισθάνεται ο μέσος πολίτης», υπογράμμισε ο Αλέξης Τσίπρας στο Συνέδριο «ygeiamou 2023: Σύγχρονο Σύστημα Υγείας με επίκεντρο τον Άνθρωπο», που διοργάνωσε το ygeiamou.gr και το ”ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ”, και ειδικότερα σε συζήτηση όπου συμμετείχε με θέμα «Η επόμενη ημέρα για την Υγεία».
Στη συζήτηση, που συντόνισε ο δημοσιογράφος Αντώνης Σρόιτερ, συμμετείχαν η καθηγήτρια επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ Αθηνά Λινού, ο διευθυντής της ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Παπανικολάου» Νίκος Καπραβέλος και ο καθηγητής κοινωνιολογίας και πολιτικών υγείας στο Πάντειο Χράλαμπος Οικονόμου.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε ότι «η κατάσταση στο δημόσιο σύστημα υγείας τρία χρόνια μετά την πανδημία είναι δραματική» και ότι «ίσως είναι η χειρότερη στιγμή τού ΕΣΥ από την ίδρυση του και μετά».
Έκανε λόγο για τμήματα και κλινικές υποστελεχωμένες που αναστέλλουν τα χειρουργεία τους, για λίστες αναμονής πάρα πολλών ημερών σε τακτικά χειρουργεία, δραματική επιβάρυνση νοσηλευτών και ιατρικού προσωπικού που έχουν υποστεί burnout, brain drain και προσωπικό που εγκαταλείπει το σύστημα γιατί δεν μπορεί να αντέξει στις «απάνθρωπες συνθήκες λειτουργίας».
Προσέθεσε ότι τα τελευταία τρία χρόνια είχαμε 4.000 λιγότερους υγειονομικούς κατ' έτος, 12.000 λιγότερους συνολικά.
Σχολίασε ότι και στην πανδημία «δεν τα πήγαμε εξαιρετικά» καθώς «είμαστε από τους χειρότερους στους σκληρούς δείκτες, στην αναλογία θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού στο δυτικό κόσμο».
«Ήλπιζα μετά από αυτό το συλλογικό τραύμα να είχαν όλοι συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα ενίσχυσης των δημόσιων δομών του ΕΣΥ», σχολίασε, υπογραμμίζοντας ότι «αυτό που πρέπει να έχουμε ως προτεραιότητα είναι να κρατήσουμε όρθιο στα πόδια του ένα ΕΣΥ που είναι υπό κατάρρευση».
Υπογραμμίζοντας τις προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ για την Υγεία στο πλαίσιο του συνεδρίου που πραγματοποιείται στον Φάρο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι «η ενίσχυση του ΕΣΥ απαιτεί διοχέτευση πόρων σε αυτό», καθώς «σήμερα υπολειπόμεθα του ευρωπαϊκού μ.ο. σε δαπάνες στην υγεία» και «αν δεν μιλήσουμε για σταδιακή αύξηση των δαπανών δεν θα μπορέσουμε να το ενισχύσουμε».
Είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει «συνολικό κοστολογημένο πρόγραμμα» που προβλέπει τη δυνατότητα σε βάθος 4ετίας να αυξηθούν περί τα 2 δισ. οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την Υγεία και να προστεθούν και περίπου 1,5 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Παράλληλα με την διοχέτευση πόρων ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι απαιτείται διαφορετικός σχεδιασμός: ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, νέος υγειονομικός χάρτης, «να δώσουμε τη δυνατότητα να μειωθεί το χάσμα της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες υγείας ανάμεσα αφενός στους πολίτες που έχουν οικονομική δυνατότητα και σε αυτούς που δεν έχουν, και, αφετέρου, σε εκείνους που βρίσκονται στο Κέντρο και εκείνους που βρίσκονται στην Περιφέρεια».
Είπε ότι η χώρα μας είναι χώρα με τεράστιες ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, σχεδόν 40%, και ότι «πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα μας πώς θα το καλύψουμε». Ειδικότερα μίλησε για ενίσχυση των υποστελεχωμένων και άγονων δομών του ΕΣΥ και τη δυνατότητα αύξησης των παροχών για να μειωθεί το κόστος των πολιτών απέναντι στην περίθαλψη και τη φαρμακευτική περίθαλψη.
Σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προτείνει οι πρωτοδιοριζόμενοι γιατροί να παίρνουν 2.000 ευρώ και ανάλογη αύξηση και σε όλα τα υπόλοιπα κλιμάκια.
Επίσης, προτείνει τη δυνατότητα να υπάρχουν προσλήψεις κυρίως του προσωπικού που έδωσαν τη μάχη της πανδημίας στην πρώτη γραμμή ως επικουρικοί. Ακόμη, ένταξη του υγειονομικού προσωπικού στα βαρέα και ανθυγιεινά.
Μιλώντας για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στην πρόσβαση της υγείας, ο κ. Τσίπρας επισήμανε ότι ο Νεκτάριος Σαντορινιός εφήρμοσε ως υπουργός το μεταφορικό ισοδύναμο για τους νησιώτες και πως όραμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι να δημιουργήσει και ένα υγειονομικό ισοδύναμο για τους συμπολίτες μας στη νησιωτική Ελλάδα.
Δηλαδή, τόνισε, «ιδιαίτερη προτεραιότητα σε δαπάνες για τη στήριξη των υποδομών υγείας στα νησιά μας, τη δυνατότητα να καλύπτονται από το κράτος οι πιθανές δαπάνες που αυτοί θα έχουν αν χρειαστεί να μεταφερθούν έξω από τη νησιωτική περιοχή στο Κέντρο και ταυτόχρονα τη δυνατότητα κάλυψης μεγάλου μέρους του κόστους της φαρμακευτικής δαπάνης».
Επιπλέον ο κ. Τσίπρας είπε ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την πρόληψη, σημειώνοντας ότι το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει διπλασιασμό των τοπικών μονάδων υγείας αλλά και τη δυνατότητα νοσηλευτές παιδοψυχολόγοι να βρίσκονται δίπλα στις σχολικές μονάδες και για την προληπτική αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας των νέων παιδιών και για ενημέρωση.
Ερωτηθείς σχετικά με το ζήτημα της παροχής κινήτρων ώστε οι νέοι γιατροί να μην εγκαταλείπουν το δημόσιο σύστημα για το εξωτερικό, ο κ. Τσίπρας είπε ότι πέραν του μεγαλύτερου εισαγωγικού μισθού, «είμαστε ανοικτοί να μελετήσουμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα σύστημα αξιολόγησης των δομών, της λειτουργίας και του παρεχόμενου έργου, αλλά αυτή η αξιολόγηση να μην είναι όπως αυτή που είδαμε στην παιδεία, τιμωρητική και προς τα κάτω. Αλλά να δίνει μπόνους και ακόμα μεγαλύτερα κίνητρα σε όσους δίνουν περισσότερο απ' ό,τι το δημόσιο σύστημα υγείας περιμένει από αυτούς».
«Καλό είναι ότι ασχολήθηκε (σ.σ. η κυβέρνηση) με τα ράντζα λίγο πριν από τις εκλογές, αν με αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί το θέμα της ταλαιπωρίας των συμπολιτών μας καλό είναι να γίνει», σχολίασε ο κ. Τσίπρας ερωτηθείς σχετικά.
Ωστόσο τόνισε πως «το ερώτημα είναι: αυτή η μεταφορά ασθενών στον ιδιωτικό τομέα τι κόστος έχει για το δημόσιο ταμείο; Είναι το κόστος αυτό μικρότερο από το κόστος που θα είχαμε αν επενδύαμε στην ενίσχυση σε υποδομές και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό στο δημόσιο σύστημα υγείας;».
Ερωτηθείς για το ζήτημα σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στα νοσοκομεία, ο κ. Τσίπρας σημείωσε: «Αν εννοείτε τη νέα νομοθεσία της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, θεωρούμε ότι αυτό θα επιφέρει πολύ αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία του ΕΣΥ γιατί θα έχουμε γιατρούς δυο ταχυτήτων» και «θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το ΕΣΥ και θα ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας».
Τόνισε ότι «θα πρέπει να υπάρχει ένας κεντρικός σχεδιασμός για να καλύπτονται οι υγειονομικές ανάγκες των πολιτών και πολλές φορές το κράτος να παρεμβαίνει και να βάζει όρια στον ιδιωτικό τομέα και στην κατεύθυνση της λειτουργίας του».
Σχολίασε ότι «η συμπληρωματική λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα δεν είναι ένα ταμπού για μας», για να σημειώσει όμως ότι «αυτό που είναι ταμπού είναι η διαρκής συρρίκνωση του δημόσιου τομέα υγείας προς όφελος της έμμεσης ή και άμεσης πολλές φορές ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα».