Μια σπάνια ευκαιρία για το Δημόσιο και τις τράπεζες να αντλήσουν φθηνή ρευστότητα παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στις αγορές, καθώς έχει εκτοξευθεί σε πρωτοφανές ύψος η αξία των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων που δίνουν στους επενδυτές αρνητική απόδοση.
Σύμφωνα με ανάλυση του Νικ Ντάνμπαρ στο riskyfinance.com και με βάση επεξεργασία στοιχείων της Markit iBoxx, στο τέλος Ιουνίου 2019 η αξία των ομολόγων με αρνητική απόδοση πλησίασε τα 5 τρισ. δολ., σημειώνοντας μέσα σε ένα εξάμηνο τεράστια αύξηση, καθώς στα τέλη του 2018 η αξία των ομολόγων με αρνητική απόδοση ήταν 3 τρισ. δολ.
Αντίστοιχα, τα εταιρικά ομόλογα με αρνητική απόδοση αυξήθηκαν από 300 σε 500 δισ. δολ., ενώ ακόμη και εταιρικά ομόλογα – «σκουπίδια» (κάτω από την επενδυτική βαθμίδα) έχουν πλέον απόδοση χαμηλότερη από το μηδέν.
Όπως σημειώνεται στην ίδια ανάλυση, το ράλι τιμών των ομολόγων, που έχει συμπιέσει τις αποδόσεις κάτω από το μηδέν, έχει ως μεγαλύτερους πρωταγωνιστές την Γαλλία και την Γερμανία, όπου οι καμπύλες επιτοκίων είναι αρνητικές ακόμη και για τίτλους με διάρκεια πάνω από 10 χρόνια.
Αρνητική απόδοση στο γερμανικό 15ετές!
Είναι εντυπωσιακό, όμως, ότι στο «μπουμ» των αρνητικών επιτοκίων συμμετέχουν και χώρες με υψηλότερο ρίσκο. Αρνητικές αποδόσεις συναντούμε σήμερα και σε τίτλους της Ιταλίας, για πρώτη φορά από το τέλος του 2016, σε άλλες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης (PIIGS), αλλά ακόμη και σε χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες αγορές, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
«Η επένδυση στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων είναι ακριβή υπόθεση αυτό τον καιρό. Όπως συμβαίνει με το πετρέλαιο, οι επενδυτές πρέπει να πληρώνουν τέλη αποθήκευσης με τη μορφή αρνητικής απόδοσης, για να αγοράζουν και να κατέχουν χρέος.
Και αυτά τα κόστη αναμένεται ότι θα εκτοξευθούν», τονίζει ο Νικ Ντάνμπαρ, προβλέποντας ότι η διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με πιθανή και την ενεργοποίηση εκ νέου ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, θα φέρει τις αποδόσεις ακόμη χαμηλότερα από το μηδέν.
Ευκαιρία για την Ελλάδα
Το περιβάλλον αυτό είναι εξαιρετικά υποστηρικτικό για τους εκδότες χρέους από την Ελλάδα, δηλαδή, στην παρούσα φάση, για τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και για τις τράπεζες -οι εκδόσεις ομολόγων από μεγάλες επιχειρήσεις θα ακολουθήσουν λίγο αργότερα.
Ο ΟΔΔΗΧ, που έχει και τυπικά στο τιμόνι του τον έμπειρο και αποδεκτό από τους ξένους επενδυτές, Δημήτρη Τσάκωνα, θα εξετάσει από τον Σεπτέμβριο τις επόμενες κινήσεις του στην αγορά, παρότι με την τελευταία έκδοση των 7ετών ομολόγων, που έφερε την απόδοση για πρώτη φορά κάτω από το 2% (στο 1,90%), οι δανειακές ανάγκες για το τρέχον έτος έχουν υπερκαλυφθεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες, εφόσον υπάρξουν θετικές εξελίξεις ως το τέλος Σεπτεμβρίου στο μέτωπο της τέταρτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης και γίνουν, όπως αναμένεται, κάποιες κινήσεις από τους οίκους αξιολόγησης, ο ΟΔΔΗΧ είναι πιθανόν να αξιοποιήσει τη «δίψα» των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων για μια ακόμη έκδοση χρέους, ενδεχομένως με τίτλους 15ετούς διάρκειας, όπου σήμερα η απόδοση στη δευτερογενή αγορά είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, στο 2,60%.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, με τα έσοδα αυτής της έκδοσης ο ΟΔΔΗΧ να προχωρήσει σε επαναγορά ακριβότερου χρέους, όπως θα ήταν οι τίτλοι που δημιουργήθηκαν από την αναδιάρθρωση των λεγόμενων «λωρίδων του PSI», δηλαδή των τίτλων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Στον τραπεζικό χώρο, οι επόμενες κινήσεις για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης με εκδόσεις τίτλων δεύτερης βαθμίδας (Tier 2) αναμένεται να γίνουν από την Alpha Bank. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από έρευνα που έκανε η JP Morgan, απευθύνοντας σχετικά ερωτήματα στις τράπεζες. Η Eurobank δήλωσε ότι δεν έχει ενδιαφέρον προς το παρόν για μια έκδοση Tier 2, αφού έχει ενισχύσει την κεφαλαιακή βάση της με τη συγχώνευση με την Grivalia.
Οι εκδόσεις Tier 2 έχουν υψηλό κόστος, με τα επιτόκια για Πειραιώς και Εθνική να διαμορφώνεται σε 8-9%, καθώς θεωρούνται τίτλοι υψηλού κινδύνου. Σε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον, όπως το σημερινό, η Alpha έχει τις προϋποθέσεις για να ρίξει αρκετά χαμηλότερα το κόστος άντλησης κεφαλαίων.