Σε κάθε χρονική περίοδο οι θεσμικοί φορείς του οικονομικού συστήματος, όπως είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και η γενική κυβέρνηση, δαπανούν χρηματικά κεφάλαια για την απόκτηση νέων κεφαλαιουχικών αγαθών (π.χ. μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός, κτίρια, γραφεία, εργοστάσια, κατοικίες κ.α.), υπογραμμίζει η Eurobank.
Συγκεκριμένα, στο εβδομαδιαίο δελτίο της Τράπεζας για την οικονομία, αναφέρεται πως τα ανωτέρω αγαθά προστίθενται στον ήδη υπάρχοντα κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αυτών, καθώς και υπηρεσιών για μια σειρά ετών. Η παραπάνω δαπάνη καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς ως ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή ακαθάριστες επενδύσεις παγίων (κάνουμε την υπόθεση ότι η επένδυση της περιόδου t καθίσταται λειτουργική την περίοδο t+1, δηλαδή αυξάνει το φυσικό κεφάλαιο της επόμενης περιόδου). Η μακροοικονομική μεταβλητή της επένδυσης δίνει δυναμικό χαρακτήρα στην οικονομία καθώς μέσω του φυσικού κεφαλαίου που δημιουργεί και συσσωρεύει επηρεάζει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον.
Παράλληλα με τη δημιουργία νέου φυσικού κεφαλαίου, ένα ποσοστό του ήδη υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού αποσβένεται (π.χ. λόγω φθοράς, τεχνολογικής και οικονομικής απαξίωσης κ.α.). Όταν οι αποσβέσεις παγίων είναι υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίων, δηλαδή όταν οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές, ο παραγωγικός συντελεστής του φυσικού κεφαλαίου της οικονομίας μειώνεται, όταν συμβαίνει το αντίθετο αυξάνεται.
Εν συνεχεία, το δελτίο της Eurobank, διερωτάται, ποια είναι η εικόνα που διαμορφώνεται στο πεδίο των καθαρών επενδύσεων παγίων της ελληνικής οικονομίας; Από ποιους θεσμικούς φορείς του οικονομικού συστήματος προέρχονται οι σχετικές μεταβολές; Βάσει του προαναφερθέντος θεωρητικού πλαισίου ανάλυσης παρουσιάζουμε τα σχετικά στοιχεία για την περίοδο 1995-2018. Οι εν λόγω χρονολογικές σειρές προέρχονται από τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (δημοσίευση 16/11/2018).
Το 2017 αποτέλεσε το 7ο έτος στη σειρά με αρνητικές καθαρές επενδύσεις παγίων για την ελληνική οικονομία. Δηλαδή, τα τελευταία 7 χρόνια οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων ήταν μονίμως χαμηλότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις. Το εν λόγω «επενδυτικό κενό» διαμορφώθηκε στα -€5,3 δισ. το 2011 (σε τρέχουσες τιμές), έλαβε τη μέγιστη τιμή του με -€13,0 δισ. το 2013 και το 2017 μειώθηκε στα -€6,2 δισ. Ως εκ τούτου, το συσσωρευμένο πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας το 2018 ήταν μειωμένο κατά -€68,0 δισ. σε σύγκριση με το 2011.
Σε ότι αφορά τη συνεισφορά των επί μέρους θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας στην προαναφερθείσα σωρευτική μείωση του φυσικού κεφαλαίου κατά -€68,0 δισ. ή -30,1% (2018-2011), τα στοιχεία είχαν ως ακολούθως: πρωταγωνιστές ανεδείχθησαν οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Στις μεν πρώτες ο πάγιος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός μειώθηκε κατά -€34,8 δισ., στα δε δεύτερα κατά -€29,6 δισ. (κυρίως κατοικίες).
Ακολούθησε, σύμφωνα με την Τράπεζα, η γενική κυβέρνηση με συρρίκνωση της τάξης των -€5,1 δισ. ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κατά €1,6 δισ.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων καθίσταται σαφές ότι ο παραγωγικός συντελεστής του φυσικού κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης τα τελευταία 7 χρόνια (συζητάμε για το σύνολο του συσσωρευμένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και όχι για τον βαθμό εκμετάλλευσής του). Η αντιστροφή της εν λόγω πτωτικής πορείας και η ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας έχει ως βασική προϋπόθεση την ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση που επαληθευτεί η επίσημη εκτίμηση στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού 2019 για ετήσια ενίσχυση των πραγματικών επενδύσεων παγίων κατά 11,9% τότε θα έχει γίνει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, καταλήγει η Eurobank.