Χρόνια αβεβαιότητας και την απειλή χιλιάδων απολύσεων έχουν μπροστά τους οι περίπου 2,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι στον χρηματοοικονομικό τομέα της Βρετανίας, μετά τη νίκη του στρατοπέδου του “Brexit” στο χθεσινό δημοψήφισμα, που αφήνει ερωτηματικά ως προς το status του Λονδίνου ως πρωταρχικού χρηματοοικονομικού κέντρου στην Ευρώπη. Όπως φανερώνει το «αιματοκύλισμα» στα ταμπλό όλων των αγορών και ειδικότερα οι απώλειες της τάξεως του 12 – 14% στις μετοχές των «ελίτ» διαχειριστών πλούτου Schroders, Aberdeen Asset Management και St. James's Place, το «όχι» σημαίνει ότι το μέλλον του βρετανικού κλάδου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών κρέμμεται πλέον από μια κλωστή.
Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το «διαζύγιο» στο οποίο θα καταλήξουν η Βρετανία και η Ε.Ε, τη δυνατότητα της πρώτης να διατηρήσει πρόσβαση στην ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά, αλλά και να ανταπεξέλθει στη μεταβλητότητα που έστειλε τη στερλίνα «στα τάρταρα» έναντι των άλλων βασικών νομισμάτων.
Από το πρωί, στα εστιατόρια και τα καφέ στον τραπεζικό κόμβο του Canary Wharf, όπου κατοικοεδρεύουν μεταξύ άλλων οι JPMorgan, Citi, HSBC και Barclays, επικρατούσε μία διάθεση νηφάλια και στοχαστική, με την εργασιακή ανασφάλεια στα ύψη, σε επίπεδα που δεν είχαμε δει από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Οι επενδυτικές τράπεζες έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι μπορεί να μετακινήσουν χιλιάδες θέσεις εργασίας από τη Βρετανία, εάν η χώρα αποφασίσει να βγει από την Ε.Ε, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει πει ότι θα μπορούσε να αποσύρει τη διαπραγμάτευση του ευρώ από την αγορά του Λονδίνου, που –μέχρι στιγμής τουλάχιστον- είναι η μεγαλύτερη αγορά forex του κόσμου.
Ορισμένοι άλλοι ωστόσο καθησυχάζουν τους φόβους ενός καταστροφικού πλήγματος στον βρετανικό τραπεζικό τομέα, επικαλούμενοι τον εκτεταμένο σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης που ήδη έχουν και τα πολλά χρόνια εμπειρίας τους στη διαχείριση κρίσεων.
Ο πρόεδρος της Goldman Sachs, Lloyd Blankfein και ο CEO της Barclays, Jes Staley (η μετοχή της Barclays κατέγραψε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση της στην ιστορία σήμερα), είπαν ότι οι τράπεζές τους έχουν μεγάλη ιστορία προσαρμογής σε αλλαγές και θα συνεργαστούν με τις αρμόδιες Αρχές καθώς οι όροι της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε θα αποσαφηνίζονται.
Ο πρόεδρος της HSBC, Douglas Flint είπε ότι η ημέρα αυτή σηματοδοτεί μία νέα εποχή για τη Βρετανία και το βρετανικό επιχειρείν, περιγράφοντας το έργο της εγκαθίδρυσης νέων όρων εμπορικών συναλλαγών με τους Ευρωπαίους και τους διεθνείς πελάτες ως «περίπλοκο και χρονοβόρο».
Η Morgan Stanley είπε ότι η σημασία της απόφασης δεν θα είναι ξεκάθαρη για κάποιο καιρό ακόμα. Άτομο με γνώση του θέματος είχε πει νωρίτερα στο Reuters, ότι η επενδυτική μπορεί να μετακινήσει περί τους 1.000, από τους συνολικά 6.000 υπαλλήλους που έχει τώρα στη Μ. Βρετανία, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο επικεφαλής της JP Morgan, Jamie Dimon, γνωστοποίησε στο προσωπικό ότι η επενδυτική «ίσως χρειαστεί να κάνει αλλαγές στη δομή της ευρωπαϊκής νομικής οντότητάς της και την τοποθεσία κάποιων ρόλων, προκειμένου να συμμορφωθεί με νέους νόμους και να μπορεί να εξυπηρετεί τους πελάτες της διεθνώς. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στο προσωπικό των 16.000 ατόμων.
Παρ’ όλα αυτά η City of London Corporation, που επιβλέπει το χρηματοοικονομικό κέντρο του Λονδίνου, υποστήριξε ότι η ψήφος του «όχι» δεν αναμένεται να οδηγήσει σε μαζική αποχώρηση τραπεζών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από το Square Mile. «Η γενική άποψη του City είναι ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να πιέσει, ώστε η Βρετανία να διατηρήσει την πρόσβασή της στην ενιαία αγορά» δήλωσε ο επικεφαλής πολιτικής του City, Mark Boleat.
Ο επικεφαλής της British Bankers' Association (Ένωση Βρετανών Τραπεζιτών), Anthony Browne είχε καθησυχάσει ότι οι τράπεζες σε όλη τη βρετανική επικράτεια θα λειτουργούν κανονικά σήμερα.
Διχασμένος και ο χρηματοοικονομικός κλάδος
Όλοι αυτοί οι μήνες εκστρατειών υπερ και κατά του Brexit άφησαν τον βρετανικό χρηματοοικονομικό κλάδο –που απέφερε στη βρετανική οικονομία 190 δισ. στερλίνες το 2014- διχασμένο, με τις επενδυτικές τράπεζες και τις ασφαλιστικές να στέκονται απέναντι σε πολλούς διαχειριστές κεφαλαίων και μεσίτες που ήθελαν έξοδο της χώρας από την Ε.Ε.
Μπορεί πολλοί υπέρμαχοι του Brexit από τον χρηματοοικονομικό κλάδο να δάκρυσαν από χαρά όταν έμαθαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όμως δεν επικρατούσε η ίδια χαρά στα trading rooms.
Η στελίνα υποχώρησε σε χαμηλό που είχε να δει από το 1985, δηλαδή τη χρονιά πριν την απορρύθμιση της χρηματαγοράς της Βρετανίας, που βοήθησε να εξελιχθεί το City σε ένα από τα βασικά χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου.
Πολλές εταιρίες του βρετανικού χρηματοικονομικού κλάδου βασίζονται στο καθεστώς «διαβατηρίου» της Ε.Ε για να μπορούν να πωλούν τις υπηρεσίες τους σε όλες τις χώρες της Ένωσης, ενώ έχουν την πλειονότητα των υπαλλήλων και των λειτουργιών τους στο Λονδίνο.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν πει ότι εταιρίες που εδρεύουν στη Βρετανία μπορεί να χάσουν αυτά τα προνόμια με το Brexit, κίνηση που θα ανάγκαζε τράπεζες να μετακινήσουν λειτουργίες τους στη Φρανκφούρτη, το Παρίσι ή το Δουβλίνο, εάν θέλουν να μπορούν να εξυπηρετούν πελάτες τους στην Ε.Ε.
Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει σχέδιο έκτακτης και έχει πει ότι θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανταποκριθεί στις ευθύνες της για διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, σε συνεργασία με τις τοπικές Αρχές και τις άλλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
Ορισμένοι σχολιαστές θεωρούν ότι η μεταβλητότητα θα είναι προσωρινή και σύντομα θα υποχωρήσει, όταν οι διεθνείς επενδυτές, μετά την πτώση της στερλίνας, αρχίσουν και πάλι να αναζητούν ευκαιρίες για κέρδη.
Όμως, πολλοί απογοητευμένοι Βρετανοί, που υποστήριζαν την παραμονή στην Ε.Ε, επισημαίνουν ότι η χώρα θα δυσκολευτεί πολύ να διατηρήσει τις ίδιες ελευθερίες στην αγορά, που προσέλκυσαν πάνω από 250 ξένα πιστωτικά ιδρύματα στις ακτές της.