Πολιτική

Τριπλό χτύπημα από Ουάσιγκτον σε Βερολίνο


 

Μέσα από την... κόλαση των μέτρων που θα διαπραγματευθεί η κυβέρνηση με τους Θεσμούς φαίνεται ότι περνάει ο δρόμος για τον «παράδεισο» της μείωσης των δημοσιονομικών στόχων και της ελάφρυνσης του χρέους, καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η διοίκηση Τραμπ κλιμακώνουν τις πιέσεις τους στο Βερολίνο και η Άνγκελα Μέρκελεμφανίζεται έτοιμη για υποχωρήσεις.

Το ΔΝΤ ξεκαθάρισε χθες, μέσω του εκπροσώπου του, αλλά και με άρθρο κορυφαίων στελεχών του, ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να περιμένει πως θα συζητηθεί μετά τις εκλογές το θέμα του χρέους, ή ότι το Ταμείο θα βασίσει τη νέα έκθεση βιωσιμότητας σε υπεραισιόδοξα σενάρια για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα:

  • Ο εκπρόσωπος του Ταμείου, Τζέρι Ράις, διέλυσε την παρεξήγηση που πήγε να δημιουργηθεί από τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ στο Βερολίνο, που έδιναν την εντύπωση ότι η συζήτηση για το χρέος θα γίνει μετά τις γερμανικές εκλογές. Ακόμη και αν τα μέτρα για το χρέος εφαρμοσθούν αργότερα, τόνισε ο Ράις, «χρειαζόμαστε μια προκαταβολική και αξιόπιστη δέσμευση. Η ελάφρυνση χρέους είναι εξίσου σημαντική με τη συμφωνία για τα μέτρα».

 

  • Σε άρθρο τους, που δημοσιεύθηκε στο blog του ΔΝΤ, ο επικεφαλής οικονομολόγος και ο επικεφαλής των νομικών υπηρεσιών του Ταμείου, από κοινού με τον «τομεάρχη» Ευρώπης, Πόουλ Τόμσεν, εξηγούν γενικά τις θέσεις του Ταμείου σχετικά με την αντιμετώπιση μη βιώσιμων χρεών, αλλά το κάνουν με τρόπο που υποστηρίζει το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μείωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Όταν το χρέος μιας χώρας είναι μη βιώσιμο ακόμη και μετά από την εφαρμογή ενός σκληρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, «δεν είναι εφικτό, πολιτικά ή οικονομικά, να λυθεί το πρόβλημα με πρόσθετο σφίξιμο της ζώνης», τονίζουν τα στελέχη του ΔΝΤ. «Κάθε εκτίμηση για τη βιωσιμότητα χρέους πρέπει να υποστηρίζεται από ρεαλιστικές -και όχι από ηρωικές- υποθέσεις σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης». Αυτές οι αναφορές στρέφονται εναντίον των πάγιων θέσεων Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει για πολλά χρόνια σκληρές πολιτικές λιτότητας, για να πετύχει για μια δεκαετία πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να μη χρειασθεί οι Ευρωπαίοι πιστωτές να υποστούν μεγάλη επιβάρυνση από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

 

  • Το τρίτο χτύπημα στο Βερολίνο από την Ουάσιγκτον ήλθε από τον υπουργό Οικονομικών του Τραμπ, Στιβ Μνούτσιν, ο οποίος ξεκαθάρισε, μιλώντας στην Wall Street Journal ότι το θέμα της Ελλάδας είναι «πρωτίστως ευρωπαϊκό πρόβλημα». Η τοποθέτηση αυτή επιβεβαιώνει ότι η διοίκηση Τραμπ δεν σκοπεύει να ανεχθεί ελαστικές ερμηνείες των κανόνων του Ταμείου και υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για το χρέος, προκειμένου να εγκριθεί μια νέα χρηματοδότηση προς την Ελλάδα. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών ενισχύει, έτσι, την πίεση στην Γερμανία να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου για την ελάφρυνση του χρέους, προειδοποιώντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα «κάνει στραβά μάτια» για να διευκολυνθούν οι Ευρωπαίοι.

Έτοιμη για συμβιβασμό η Μέρκελ

Οι πιέσεις που ασκούνται από την άλλη όχθη του Ατλαντικού έχουν ήδη οδηγήσει την καγκελάριο Μέρκελ να απομακρυνθεί από τις ανελαστικές θέσεις του υπουργού Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, ο οποίος μονίμως δηλώνει ότι δεν υπάρχει θέμα συζήτησης για το ελληνικό χρέος και το μόνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόσει η Ελλάδα μεταρρυθμίσεις.

Σύμφωνα με την έγκυρη οικονομική εφημερίδα Handelsblatt”, η καγκελάριος «φαίνεται πρόθυμη να εκπληρώσει μια επιθυμία του ΔΝΤ: Τα πιθανά μέτρα για το χρέος πρόκειται να συγκεκριμενοποιηθούν σύντομα, ακόμη κι αν εφαρμοστούν το καλοκαίρι του 2018 και ως εκ τούτου μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές».

Γρήγορη διαπραγμάτευση

Οι τελευταίες εξελίξεις έχουν αναπτερώσει τις ελπίδες της κυβέρνησης ότι μπορεί να βρεθεί μια λύση για το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και για το χρέος, η οποία θα χαλαρώσει τον κλοιό της λιτότητας μελλοντικά και θα επιτρέψει άμεσα να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ώστε να επιστρέψει σύντομα στις αγορές.

Γι’ αυτό και η εισήγηση του οικονομικού επιτελείου προς το Μαξίμου είναι να επιδιωχθεί μια γρήγορη συμφωνία με τους Θεσμούς, έστω και με υποχωρήσεις για τα μέτρα που θα εφαρμοσθούν μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να μη χαθεί το momentum που έχει δημιουργηθεί για μια συνολική συμφωνία.