Επιχειρήσεις

Τραπεζική κερδοσκοπία με τα επιτόκια


Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για τα τεστ αντοχής, οι τράπεζες εξωραΐζουν τα περιθώρια κέρδους τους, αυξάνοντας σοβαρά τα κόστη δανεισμού των επιχειρήσεων, την ώρα που διατηρούν σταθερά κοντά στο μηδέν τα επιτόκια των καταθέσεων.

Έχοντας εξαλείψει τον -ανέκαθεν ασθενή…- ανταγωνισμό στην τραπεζική αγορά, που ελέγχεται πλέον σχεδόν στο σύνολό της από τις τέσσερις συστημικές, οι τράπεζες προχώρησαν τον Ιανουάριο σε ένα κρεσέντο κερδοσκοπίας, κυρίως σε βάρος των επιχειρήσεων.

Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι στις δημοφιλέστερες κατηγορίες νέων επιχειρηματικών δανείων (δάνεια συγκεκριμένης διάρκειας και κυμαινόμενου επιτοκίου) οι τράπεζες επέβαλαν τον Ιανουάριο επιτοκιακό «χαράτσι» της τάξεως του 0,50% (50 μονάδες βάσης), χωρίς αυτό να δικαιολογείται από κάποιες δυσμενείς μεταβολές στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας και κυμαινόμενου επιτοκίου αυξήθηκε κατά 51 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,92%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

Αναλυτικότερα, το μέσο επιτόκιο για δάνεια μέχρι και 250.000 ευρώ αυξήθηκε κατά 29 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 5,46%.

Για δάνεια άνω των 250.000 μέχρι και 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 46 μονάδες βάσης στο 4,99%.

Για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ, το μέσο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 48 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,84%.

Οι αυξήσεις αυτές, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη αύξηση στο μέσο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας και κυμαινόμενου επιτοκίου (κατά 84 μονάδες βάσης, στο 8,48%), αύξησαν σημαντικά το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, το οποίο αυξήθηκε κατά 12 μονάδες βάσης και ξεπέρασε το όριο του 5% (διαμορφώθηκε στο 5,03%).

Το επιτοκιακό περιθώριο (διαφορά μεταξύ κόστους χρήματος και επιτοκίου χορηγήσεων) διευρύνθηκε μέσα σε ένα μήνα από  4,62% σε 4,67%, καθώς οι τράπεζες αύξησαν το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων αλλά όχι των καταθέσεων: Δείχνοντας ότι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να προσελκύσουν νέες καταθέσεις "δελεάζοντας" τους αποταμιευτές με υψηλότερα επιτόκια  επιτοκίων, διατήρησαν αμετάβλητο στο 0,29% το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων.

Οι πρόσθετες επιβαρύνσεις του κόστους δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, που είναι στην Ελλάδα με μεγάλη διαφορά το υψηλότερο στην ΕΕ, δεν δικαιολογούνται από τις οικονομικές συνθήκες.

Το οικονομικό περιβάλλον είναι σαφώς βελτιωμένο και αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω, στην πορεία προς την έξοδο από το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, κάτι που αντανακλάται και στις αναβαθμίσεις της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης.

Τα ρίσκα στη χορήγηση νέων δανείων, σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυξάνονται, κατά τρόπον ώστε να δικαιολογείται ένα νέο «καπέλο» στο κόστος δανεισμού.

Εξάλλου, το κόστος χρηματοδότησης των ίδιων των τραπεζών διαρκώς μειώνεται, καθώς τα επιτόκια των καταθέσεων παραμένουν στάσιμα, ενώ περιορίζουν με αρκετά γρήγορους ρυθμούς την εξάρτησή τους από τον ακριβό μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) και ανακτούν πρόσβαση στη χρηματαγορά.

Τα οφέλη από αυτή τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης όχι μόνο δεν περνούν από τις τράπεζες της αγοράς, αφού ο ανταγωνισμός έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί, αλλά, αντίθετα, οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγάλες πρόσθετες επιβαρύνσεις.

Το μόνο που θα μπορούσε να εξηγήσει τις βεβιασμένες αυξήσεις επιτοκίων του πρώτου μήνα του έτους είναι η βιασύνη των τραπεζών να βελτιώσουν τα περιθώριά τους για να εμφανίσουν καλύτερες επιδόσεις στα επικείμενα τεστ αντοχής…