Με επιτόκια που πλησιάζουν ολοταχώς στο μηδέν δανείζεται πλέον βραχυπρόθεσμα το Ελληνικό Δημόσιο, εξοικονομώντας ποσά εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση, αλλά οι ελληνικές τράπεζες βλέπουν να τελειώνει ένα πάρτι με τα έντοκα γραμμάτια, που είχε κρατήσει αρκετά χρόνια και τους εξασφάλιζε μια σταθερή πηγή σημαντικών εσόδων.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά τις αποφάσεις του Eurogroup, τον περασμένο Ιούνιο, για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, η αγορά είναι πλέον βέβαιη ότι δεν υφίσταται πλέον ο βασικός κίνδυνος, που εμπόδιζε τα διεθνή κεφάλαια να αγοράζουν έντοκα γραμμάτια από το 2010 και μετά, με αποτέλεσμα η αγορά αυτή να μονοπωλείται για χρόνια από τις ελληνικές τράπεζες.
Ο κίνδυνος αυτός δεν ήταν άλλος από το Grexit: τα έντοκα γραμμάτια θεωρούνται η ασφαλέστερη για τους επενδυτές μορφή κρατικού χρέους, καθώς θεωρείται «απαγορευμένο» το «κούρεμά» τους (εξαιρέθηκαν και από το PSI), αλλά όσο υπήρχε ο κίνδυνος να αγοράσει ένας επενδυτές έντοκα σε ευρώ και να πληρωθεί το κεφάλαιό του σε δραχμές, η επένδυση από ξένους κρινόταν απαγορευτική.
Σήμερα, η αγορά των εντόκων γραμματίων βαδίζει ολοταχώς προς την πλήρη εξομάλυνση και εναρμόνιση με τα ισχύοντα στις άλλες αγορές βραχυπρόθεσμου χρέους της ευρωζώνης: οι τελευταίες δημοπρασίες έριξαν τις αποδόσεις κατά τη διάθεση τίτλων αρκετά χαμηλότερα από το 1%, που είναι και πάλι ποσοστό πολύ υψηλότερο από τα αρνητικά επιτόκια με τα οποία διατίθενται τέτοιοι τίτλοι ακόμη και σε «ασθενείς» οικονομίες, όπως η πορτογαλική.
Μόλις πριν το Eurogroup του περασμένου Ιουνίου, το Δημόσιο διέθετε, κυρίως στις ελληνικές τράπεζες, έντοκα γραμμάτια τρίμηνης διάρκειας με αστρονομική απόδοση κοντά στο 3%. Στη διάρκεια των ετών των μνημονίων εξάλλου, οι τράπεζες «ρολάριζαν» συνεχώς έντοκα γραμμάτια συνολικού ύψους έως 15 δισ. ευρώ (τόσο ήταν το όριο δανεισμού με έντοκα γραμμάτια βάσει του μνημονίου), λαμβάνοντας ετήσιους τόκους της τάξεως των 400-500 εκατ. ευρώ.
Εκτός από τη θεαματική μείωση των αποδόσεων, είναι πλέον σταθερό φαινόμενο η μεγάλη συμμετοχή ξένων επενδυτών στις δημοπρασίες εντόκων. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτές καλύπτονται σε ποσοστά άνω του 70% από τους ξένους επενδυτές, με αποτέλεσμα οι τράπεζες όχι μόνο να βλέπουν τις αποδόσεις από τα έντοκα να μειώνονται, αλλά να περιορίζεται συνεχώς και το στοκ τίτλων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη, όπως λένε τραπεζικά στελέχη. Άλλωστε, η μονοπώληση των εντόκων από τις τράπεζες ήταν ένα συγκυριακό φαινόμενο, που συνδεόταν με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμόρφωσε η κατάρρευση της οικονομίας από το 2010 και ουδείς περίμενε ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχισθεί στο διηνεκές.
Το πρόβλημα, όμως, δεν παύει να απασχολεί τις τραπεζικές διοικήσεις: σε μια περίοδο που τα έσοδα τόκων από τα χαρτοφυλάκια δανείων είναι «αναιμικά», λόγω των μεγάλων στοκ προβληματικών δανείων, η απώλεια αυτής της καλής και σταθερής πηγής εσόδων δεν μπορεί να αναπληρωθεί γρήγορα από άλλα έσοδα.