Ο «μπαμπούλας» του ελέγχου ποιότητας ενεργητικού και της ανακεφαλαιοποίησης συζητήθηκε πολύ αλλά δεν συνιστά πραγματική και άμεση απειλή για τις τράπεζες και τους μετόχους τους. Ωστόσο, σοβαροί κίνδυνοι αναδεικνύονται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την υλοποίηση των σχεδίων μείωσης των «κόκκινων» δανείων, που επιβεβαιώνουν ότι οι ρυθμίσεις δεν «περπατάνε», όπως είχε σχεδιασθεί.
Όπως επισημαίνει η κεντρική τράπεζα στη σχετική ανακοίνωσή της για τα στοιχεία β’ τριμήνου 2017, «ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων».
Σε… απλά ελληνικά, αυτό μεταφράζεται ως εξής: ακόμη και τώρα, ύστερα από τεράστιες προσπάθειες των τραπεζών να «αναχαιτίσουν» τα «κόκκινα» δάνεια, τα δάνεια που περνούν στο «κόκκινο» είναι περισσότερα από αυτά που θεραπεύονται με ρυθμίσεις. Δηλαδή, εξακολουθεί να υπάρχει μια δυσμενής δυναμική διόγκωσης των προβληματικών χαρτοφυλακίων, λόγω της αναποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων.
Αυτό υποχρεώνει τις τράπεζες, προκειμένου να αποδειχθούν συνεπείς στο στόχο τους για μείωση των ΜΕΑ, να προσφεύγουν στη λογιστική λύση: επειδή δεν μπορούν να θεραπεύσουν αποτελεσματικά τα «κόκκινα» δάνεια, απλώς τα διαγράφουν από τους ισολογισμούς τους, ώστε να φαίνεται ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι σύμφωνο με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι των εποπτικών αρχών (το δεύτερο τρίμηνο, πράγματι πέτυχαν το στόχο, με «αέρα», μάλιστα, 1,6 δισ. ευρώ).
Την ίδια στιγμή, όμως, για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια οι τράπεζες δεν καταφέρνουν φέτος να πετύχουν τους επιχειρησιακούς στόχους. «Οι τράπεζες έχασαν για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο το στόχο για τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, τα οποία έφτασαν τα 72,8 δισεκ. ευρώ, ή περίπου 0,4 δισεκ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο», όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το πρόγραμμα μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι, πάντως, οπισθοβαρές, δηλαδή η μεγαλύτερη προσπάθεια έχει προγραμματισθεί να γίνει το 2018 και, ακόμη πιο έντονα, το 2019. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν ακόμη χρονικά περιθώρια να βελτιώσουν την κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει το παραμικρό περιθώριο εφησυχασμού, αφού τη διετία 2018-2019 θα πρέπει να γίνει τιτάνια προσπάθεια για τη μεγαλύτερη μείωση «κόκκινων» δανείων που θα έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρώπη.
Η τακτική του SSM
Προφανώς, ο κίνδυνος αστοχίας είναι υπαρκτός και σοβαρός. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM) προσανατολίζεται να ακολουθήσει μια τακτική με δύο βασικά στοιχεία:
- Από τη μια, λέει σταθερά «όχι» στην πρόταση του ΔΝΤ για άμεσο έλεγχο ενεργητικού και ανακεφαλαιοποίηση, επειδή εκτιμά ότι πρέπει να δοθεί χρόνος στις τράπεζες να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους, αντί να πάμε σε μια προληπτική ανακεφαλαιοποίηση, που θα δημιουργήσει αναστάτωση στην οικονομία και μπορεί τελικά να αποδειχθεί υπερβολική.
- Από την άλλη, όμως, επειδή ο SSM, ως «φρέσκος» επόπτης δεν έχει κατοχυρώσει την αξιοπιστία του, θα ληφθούν προληπτικά μέτρα ελαχιστοποίησης του κινδύνου, ώστε να μην εκτεθεί έναντι του ΔΝΤ στα μάτια των διεθνών αγορών. Έτσι, οι τράπεζες θα δεχθούν πίεση να σχηματίσουν αυξημένες προβλέψεις ήδη από αυτή τη χρήση, ανεβάζοντας αρκετά πάνω από το 50% το δείκτη κάλυψης προβληματικών δανείων με προβλέψεις, κάτι που σημαίνει ότι η τελική γραμμή των καταστάσεων αποτελεσμάτων θα δεχθεί νέα πλήγματα, εις βάρος των μετόχων, που περιμένουν να επωφεληθούν από μια αύξηση κερδοφορίας.