Με ρυθμούς που… ζαλίζουν αυξάνονται οι συναλλαγές με κάρτες, ενώ οι τράπεζες φροντίζουν να αποσπούν μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας από αυτό που τους αναλογεί, καθώς επιβαρύνουν τις χρεωστικές κάρτες με πολύ υψηλά κόστη χρήσης.
Στοιχεία που παρουσίασε το 5ο Digital Banking Forum ο Αντίγονος Παπαδόπουλος, εμπορικός διευθυντής της Cardlink, αποκαλύπτουν τη μεγάλη και συνεχή, σε βάθος χρόνου, αύξηση των συναλλαγών με «πλαστικό χρήμα».
Ο κ. Παπαδόπουλος έκανε λόγο για ένα «μαραθώνιο με ρυθμό σπριντ» και οι αριθμοί που παρουσίασε στηρίζουν αυτή την εκτίμηση:
- Μεταξύ Δεκεμβρίου 2015 και Δεκεμβρίου 2017, τα τερματικά POS υπερτριπλασιάσθηκαν και έφθασαν τα 650.000.
- Ο αριθμός των συναλλαγών υπερτετραπλασιάσθηκε και έφθασαν τις 620 εκατ. συναλλαγές.
- Η αξία των συναλλαγών υπερδιπλασιάσθηκε και έφθασε, τον Δεκέμβριο του 2017, στα 26,5 δισ. ευρώ.
- Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το πρώτο τρίμηνο του 2017 ο ρυθμός αύξησης των συναλλαγών ήταν της τάξεως του 40%.
Σε αυτή την πίτα που «φουσκώνει» με εντυπωσιακούς ρυθμούς, οι χρεωστικές κάρτες κυριαρχούν.
Ενώ το 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Παπαδόπουλος, τα μερίδια μεταξύ χρεωστικών και πιστωτικών καρτών επί της αξίας των συναλλαγών ήταν σχετικά ισόρροπα μοιρασμένα (52% για τις χρεωστικές, 48% για τις πιστωτικές), τον Μάρτιο του 2018 το μερίδιο των χρεωστικών είχε εκτιναχθεί στο 72% και των πιστωτικών είχε περιορισθεί στο 28%.
Η χρήση των χρεωστικών καρτών έχει «τσουχτερό» κόστος στην Ελλάδα και προσφέρει στις τράπεζες δυσανάλογα υψηλές προμήθειες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου γίνεται διάκριση ανάμεσα σε χρεωστικές και πιστωτικές, με τις πιστωτικές να έχουν υψηλότερα κόστη χρήσης.
Το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών έχει επισημάνει ότι η χρήση χρεωστικών καρτών στην Ελλάδα έχει σημαντικά υψηλότερο κόστος από άλλες χώρες, καθώς οι χρεωστικές κάρτες αντιμετωπίζονται συνήθως ως πιστωτικές κάρτες από τον τραπεζικό κλάδο, όσον αφορά την χρέωση της συναλλαγής.
Έτσι, ενώ το κόστος χρήσης χρεωστικών καρτών σε τρίτες χώρες είναι σε επίπεδα του 0,4-0,8%, στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιο, στο 1.7% (σ.σ.: πρόκειται για χρεώσεις που επιβαρύνουν τον πωλητή αγαθών/υπηρεσιών, όχι τον καταναλωτή).
Σε αυτό το θέμα είχε αναφερθεί το Σin με δημοσίευμα του Ιουλίου 2017, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο 55 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έφεραν το θέμα στη Βουλή, ερωτώντας τον τότε υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δ. Παπαδημητρίου,
- Σε ποιες ενέργειες έχει προβεί ή θα προβεί, ενδεχομένως και με τη συνδρομή της Τράπεζας της Ελλάδος και την Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, προκειμένου να εξεταστεί: (α) Αν οι προμήθειες που χρεώνουν τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τη χρήση καρτών ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος παροχής των σχετικών υπηρεσιών που προσφέρουν, (β) Γιατί δεν διαφοροποιούνται προς όφελος του χρήστη οι προμήθειες που εισπράττονται για τη χρήση χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών σε σχέση με τη χρήση πιστωτικών καρτών.
Στην πολυσέλιδη απάντηση που είχε δώσει σε αυτή την ερώτηση ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, Αντώνης Παπαδεράκης, είχαν παρουσιασθεί αναλυτικά οι πρόνοιες της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για το θέμα, χωρίς να δοθεί, όμως, οποιαδήποτε απάντηση στο καίριο ερώτημα για τις χρεώσεις μέσω χρεωστικών και πιστωτικών καρτών.