Η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στη λήξη του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018, και στην αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης, που αναμένεται ως το τέλος του 2019, τρομάζει τους κεντρικούς τραπεζίτες, που ανησυχούν για τη ρευστότητα των τραπεζών και την επιστροφή τους, όπως έχει προγραμματισθεί, σε κερδοφορία.
Όπως επισήμανε στον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, παραδίδοντας την τελευταία έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική, το μεγάλο πρόβλημα των σχεδιασμών για την έξοδο από το πρόγραμμα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα έξι βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα (investment grade) των οίκων αξιολόγησης.
Αν και αναμένονται αναβαθμίσεις των ελληνικών ομολόγων ως τον Αύγουστο του 2018 ,οι αναλυτέςεκτιμούν ότι κατά την έξοδο από το πρόγραμμα οι ελληνικοί τίτλοι θα παραμένουν σε κατηγορία “junk”, δηλαδή κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Αναβαθμίσεις
Σε πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς, όπου λαμβανόταν ως βάση υπολογισμού η αξιολόγηση από τον οίκο Moody’s, που είναι και ο αυστηρότερος, διατηρώντας σήμερα τα ομόλογα οκτώ βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, η Ελλάδα θα φθάσει το 2020 στο investment grade του εν λόγω οίκου.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένας από τους δύο λιγότερο αυστηρούς οίκους (S&P και Fitch) αναβαθμίσει λίγο νωρίτερα τα ομόλογα, αυτό θα σημαίνει ότι, για ένα διάστημα ενός έτους ή περισσότερο, όχι μόνο θα παραμένουν οι ελληνικοί τίτλοι στην «κερδοσκοπική κατηγορία», κάτι που δεν επιτρέπει τη γρήγορη μείωση του κόστους δανεισμού, αλλά και ότι οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν θα επιτρέπουν να γίνονται δεκτοί ως εξασφαλίσεις για τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Με άλλα λόγια, το waiver (κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ) θα λήξει τον Αύγουστο του 2019, επειδή δεν θα υπάρχει σε ισχύ κάποιο πρόγραμμα με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Επιστροφή στον ELA;
Από αυτό το χρονικό σημείο και μέχρι να αναβαθμισθούν τουλάχιστον από έναν οίκο τα ομόλογα στην επενδυτική βαθμίδα, οι τράπεζες θα φύγουν από τον… παράδεισο του τακτικού μηχανισμού χρηματοδότησης της ΕΚΤ, με μηδενικό επιτόκιο, και θα μπορούν να δανείζονται μόνο από τον έκτακτο μηχανισμό, το γνωστό ELA, με σημερινό επιτόκιο 1,55%.
Σήμερα οι τράπεζες δανείζονται 13 δισ. ευρώ από το «φθηνό» μηχανισμό της ΕΚΤ και κάνουν αγώνα μήνα με το μήνα για να μειώσουν τον ακριβό δανεισμό από τον ELA, που περιορίσθηκε τον περασμένο μήνα κάτω από τα 20 δισ. ευρώ. Αν υποτεθεί ότι ως τον Αύγουστο του 2018 θα έχουν απεξαρτηθεί από τον ELA και θα έχουν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα προς το «φθηνό» μηχανισμό της ΕΚΤ, της τάξεως των 30 δισ. ευρώ, εύκολα γίνεται αντιληπτό πόσο σοβαρό κραδασμό θα υποστούν όταν η ΕΚΤ θα τους ζητήσει να μεταπέσουν στον ακριβό ELA.
Όπως αναφέρουν αναλυτές, αυτή η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών για μια περίοδο 12 μηνών ή περισσότερο θα προκαλέσει στις τράπεζες απώλειες κερδών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και θα είναι αρκετή για να εκτροχιάσει τα επιχειρησιακά σχέδιά τους για επιστροφή σε κερδοφορία, ακριβώς στη χρονική στιγμή, το 2019, που θα κρίνεται αν και πόσα πρόσθετα κεφάλαια θα πρέπει αντλήσουν για να καλύψουν πιθανά κενά.
Η ασφάλεια του ESM
Σε περίπτωση «καθαρής» εξόδου, μάλιστα, δεν θα υπάρχει μια συμφωνία εκ των προτέρων με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για κάλυψη ενδεχόμενων «κενών» στην ανακεφαλαιοποίηση, η οποία θα πρέπει να γίνει με βάση τους γενικούς κανόνες για το bail-in μετόχων, πιστωτών και, εάν χρειάζεται, καταθετών.
Εξάλλου, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Φρανκφούρτης δεν αισθάνονται καθόλου άνετα με την προοπτική να χρειασθεί να προσφέρουν ξανά υποστήριξη ρευστότητας σε μεγάλη κλίμακα στις ελληνικές τράπεζες, όπως συνέβη το 2012 και το 2015, στην περίπτωση που υπάρξει μετά τη λήξη του προγράμματος, για οποιοδήποτε λόγο, νέα φυγή καταθετών.
Έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης χωρίς να έχουν αρθεί τα capital control δεν νοείται. Όμως, αν έχουν αρθεί πλήρως οι περιορισμοί ως τον Αύγουστο του 2018, χωρίς να υπάρχει ένα προληπτικό πρόγραμμα χρηματοδοτικής υποστήριξης της Ελλάδας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει μόνοι τους να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε προβλήματα ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και αξιοποιώντας μόνο το εργαλείο της έκτακτης χρηματοδότησης (ELA).
Με αυτά τα δεδομένα, Στουρνάρας και Ντράγκι εκτιμάται ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους στην απαίτησή τους για ένα προληπτικό πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, το οποίο θα καλύψει τουλάχιστον την περίοδο μέχρι την αναβάθμιση των ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα.