Έχουν επαρκή ρευστότητα οι ελληνικές τράπεζες; Σε αυτό το ερώτημα, πολλοί προσπαθούν να δώσουν μια αισιόδοξη απάντηση: η ρευστότητα των τραπεζών βελτιώνεται, σύντομα θα απεξαρτηθούν από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος (ELA), άρα όλα βαίνουν καλώς.
Αν σταματήσει κανείς, όμως, να προσπαθεί να δει το ποτήρι μισογεμάτο, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί και σοβαροί λόγοι ανησυχίας για τη ρευστότητα των τραπεζών, ιδιαίτερα τώρα, που οι συνθήκες στις αγορές διεθνώς γίνονται και πάλι αρκετά δύσκολες και οι τράπεζες, όχι μόνο στην Ελλάδα, περνούν νέα δοκιμασία.
Αλήθεια είναι ότι οι τράπεζες δεν αναπνέουν πια μόνο χάρη στην άφθονη ρευστότητα από το μηχανισμό έκτακτης ανάγκης του Ευρωσυστήματος, όπως συνέβη το 2015, ή, πολύ περισσότερο, το 2012, όταν οι τράπεζες μας έλαβαν ρευστότητα από τον ELA που είχε ξεπεράσει και τα 100 δισ. ευρώ.
Όμως, είναι γεγονός, επίσης, ότι οι τράπεζες παραμένουν… διασωληνωμένες, ακόμη και τώρα που έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς το τρίτο, κατά σειρά, πρόγραμμα προσαρμογής: το ποσό που αντλούν από τον ELA έχει μειωθεί στα 3,6 δισ. ευρώ (στοιχεία Σεπτεμβρίου 2018), κάτι που σημαίνει ότι η κατάσταση εξομαλύνεται μεν, αλλά οι τράπεζες εξακολουθούν να λειτουργούν έξω από τα όρια της «κανονικότητας», στο βαθμό που χρειάζονται ένα όχι αμελητέο ποσό έκτακτης ενίσχυσης.
Οι καταθέσεις, που αποτελούν τη βασική πηγή άντλησης ρευστότητας για τις τράπεζες, δεν αυξάνονται με αρκετά γρήγορους ρυθμούς. Από τη διατραπεζική αγορά έχουν καταφέρει να αντλήσουν κάποια ποσά, αλλά δεν διαθέτουν αρκετά ποιοτικά στοιχεία ενεργητικού για να έχουν εύκολη πρόσβαση σε μεγαλύτερη ρευστότητα από αυτή την πηγή.
Την ίδια στιγμή, το κανονικό παράθυρο δανεισμού με μηδενικό κόστος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει κλείσει, αφού, μετά τη λήξη του μνημονίου, η ΕΚΤ δεν αποδέχεται, βάσει των κανόνων της, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως κάλυμμα χρηματοδότησης, επειδή οι οίκοι αξιολόγησης τα κρατούν τέσσερις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες διατηρούν πρόσβαση μόνο στον έκτακτο μηχανισμό, τον ELA, που έχει αρκετά υψηλότερο κόστος.
Αν εξετάσει κανείς τη δυνατότητα που οι τράπεζες να αντέξουν σε μια παρατεταμένη πίεση στη ρευστότητά τους, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα αρκετά σοβαρό πρόβλημα, που συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι ολόκληρη η ελληνική οικονομία, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, παραμένει προβληματική, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι τίτλοι που έχουν οι τράπεζες στην κατοχή τους να είναι κατηγορίας “junk” και να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση ρευστότητας σε ώρα ανάγκης.
Τα διδάγματα από την Lehman...
Η κατάρρευση της Lehman Brothers δίδαξε τους επόπτες του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, τη γνωστή Επιτροπή της Βασιλείας, ότι ακόμη και ένα μεγάλο και φαινομενικά ισχυρό τραπεζικό ίδρυμα μπορεί να καταρρεύσει σε σύντομο χρόνο, αν χάσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και αντιμετωπίσει μεγάλες και απότομες απώλειες ρευστότητας.
Με τη «Βασιλεία ΙΙΙ», το 2011, έγινε μια προσπάθεια να τεθούν κοινοί, διεθνείς κανόνες για τους υψηλής ποιότητας τίτλους, δηλαδή τους τίτλους που μπορούν εύκολα να προσφέρουν ρευστότητα σε συνθήκες αναταραχής, που οφείλουν να κρατούν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους.
Έτσι, δημιουργήθηκε ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio - LCR), ο οποίος συσχετίζει την αξία των τίτλων υψηλής ποιότητας με τις ανάγκες που θα είχε μια τράπεζα για να καλύψει τις υποχρεώσεις της για 30 ημέρες, με τη θεωρητική υπόθεση ότι για το διάστημα αυτό δεν θα είχε τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας από άλλες πηγές.
Αρχικά, λόγω των παρενεργειών της κρίσης που άρχισε το 2008 στις ΗΠΑ και της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, οι περισσότερες τράπεζες δυσκολεύθηκαν να καλύψουν τις απαιτήσεις της «Βασιλείας ΙΙΙ» για τον LCR. Οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών και ρυθμιστικών αρχών έδωσαν παράταση ως το 2019 στο χρονικό όριο εντός του οποίου οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να φθάσουν το δείκτη τουλάχιστον στο 100%.
Έτσι, φθάνουμε στο 2018 και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) καταγράφει σε πρόσφατη έκθεσή της ποια είναι η σημερινή κατάσταση: το γενικό συμπέρασμα είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, αφού, όπως φαίνεται στο γράφημα, όλα τα εθνικά τραπεζικά συστήματα της Ευρώπης καλύπτουν με αρκετή άνεση το στόχο του 100%, δηλαδή διαθέτουν όλα τους τίτλους που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν μια κρίση.
Όλα; Δυστυχώς, όχι. Όπως φαίνεται στο γράφημα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε τεράστια απόσταση από το στόχο και χρειάζεται να πολλαπλασιάσει τους ποιοτικούς τίτλους του, για μπορεί να αντέξει σε συνθήκες κρίσης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Άμεσος κίνδυνος δεν υπάρχει, όσο οι τράπεζες έχουν πρόσβαση στον ELA, που μπορεί να τους παρέχει όση ρευστότητα χρειάζονται σε μια δύσκολη κατάσταση, ακόμη και αν οι τίτλοι που έχουν να προσφέρουν οι τράπεζες ως κάλυμμα είναι πολύ χαμηλής ποιότητας.
Όμως, στο δείκτη LCR συμπυκνώνεται το πρόβλημα όχι μόνο των τραπεζών, αλλά συνολικότερη της ελληνικής οικονομίας: η κρίση έχει τελειώσει, αλλά έχει αφήσει συντρίμμια, καθώς ο δημόσιος τομέας και ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού παραμένουν σε προβληματική κατάσταση και μεταφέρουν στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια το πρόβλημά τους, με τη μορφή των τίτλων χαμηλής ποιότητας, που δεν βοηθούν τις τράπεζες να σταθούν στα πόδια τους και να μπορούν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χωρίς το «μπαστουνάκι» του ELA.
Ας μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι και η χρηματοδότηση από τον ELA, όπως διδάσκει η τραυματική εμπειρία του 2015, δεν είναι απεριόριστη. Παρέχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος με την άδεια της ΕΚΤ, η οποία μπορεί να ανακληθεί και μάλιστα με κριτήρια που ενδεχομένως ξεφεύγουν από τα αυστηρά τεχνοκρατικά όρια και μπορεί να επηρεάζονται από πολιτικές αξιολογήσεις.
Το συμπέρασμα από το παραπάνω είναι απλό: για να ξεφύγει το τραπεζικό σύστημα από το φαύλο κύκλο της κρίσης, χρειάζεται μέσα στο 2019 να γίνουν γρήγορα βήματα για να φθάσει η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης, να αποκτήσουν, σε πρώτη φάση, αξία οι τίτλοι του Δημοσίου που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους, να αποκατασταθεί η πρόσβαση στο κανονικό χρηματοδοτικό παράθυρο της ΕΚΤ και στην πορεία, να προστεθούν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών ποιοτικοί τίτλοι από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που θα αρχίσει, επίσης, να ανακάμπτει.
Μέχρι να γίνουν αυτά τα βήματα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα παραμένει ευάλωτο και εξαρτημένο από το Ευρωσύστημα…