Δύο χρόνια πίσω ρίχνει η κρίση του κορονοϊού την προσπάθεια των τραπεζών για την επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κοντά στα αναμενόμενα κέρδη του 2020 οι τράπεζες θα καταφέρουν να πλησιάσουν το 2022, ενώ για πρώτη φορά ελληνική τράπεζα, η Eurobank, εκτιμάται ότι θα επιτύχει μονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων» δανείων το 2023.
Στη νέα έκθεση της Bank of America για τις ελληνικές τράπεζες σκιαγραφούνται οι αναμενόμενες επιπτώσεις της κρίσης που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού και το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η επιστροφή στην κανονικότητα θα αργήσει αρκετά:
- Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της BoA για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, το 2020 αναμενόταν μια σημαντική βελτίωση, ώστε τα κέρδη να ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρονιά, φθάνοντας τα 1,018 δισ. ευρώ.
- Ωστόσο, οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις, με βάση τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η πανδημία οδηγούν τον οίκο σε «τσεκούρωμα» κατά 64% των προβλέψεων για τα φετινά κέρδη, που τώρα εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 622 εκατ. ευρώ.
- Οι τράπεζες θα καταφέρουν να πλησιάσουν το όριο της κερδοφορίας των 1 δισ. ευρώ μόλις το 2022, οπότε και προβλέπεται ότι η κερδοφορία τους θα ανέλθει στα 988 εκατ. ευρώ. Έτσι, η επιστροφή των τραπεζών σε «κανονικούς» δείκτες απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων τοποθετείται πλέον το 2023/2024, κάτι που οδηγεί την BofA σε μειώσεις κατά 55% των τιμών στόχων των ελληνικών τραπεζικών μετοχών.
Εξάλλου, οι αναλυτές της BofA, όπως νωρίτερα και της JP Morgan, προβλέπουν ότι οι στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πάνε ένα χρόνο πίσω, καθώς θα καθυστερήσουν οι μεγάλες συναλλαγές τιτλοποιήσεων, με μοναδική εξαίρεση τη μεγάλη τιτλοποίηση που προωθεί η Eurobank, χάρη στην οποία η τράπεζα θα καταφέρει πρώτη να φθάσει το 2023 σε μονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων» δανείων.
Οι τράπεζες αναμένεται ότι θα αξιοποιήσουν τη χαλάρωση των εποπτικών και λογιστικών κανόνων λόγω της πανδημίας, ώστε να μοιράσουν τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε περισσότερες από μία χρήσεις, για να καταφέρουν να εμφανίσουν έστω και μικρή κερδοφορία στην τελική γραμμή της κατάστασης αποτελεσμάτων (η BofA δεν το σημειώνει, αλλά αυτό πρέπει να γίνει και για να αποφύγουν οι τράπεζες την έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου λόγω της νομοθεσίας για τον αναβαλλόμενο φόρο).
Η ύφεση προβλέπεται ότι θα φθάσει φέτος το 7,5%, ενώ το 2021 εκτιμάται από την BofA ότι η οικονομία θα ανακάμψει δυναμικά (9,8%). Σε αυτό το περιβάλλον, εκτιμάται ότι τα χαρτοφυλάκια δανείων φέτος δεν θα συρρικνωθούν, καθώς οι τράπεζες θα δώσουν νέες χορηγήσεις για να στηρίξουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, οι αποπληρωμές δανείων θα επιβραδυνθούν, λόγω των αναστολών που δίνονται, ενώ και οι συναλλαγές τιτλοποιήσεων αναβάλλονται.
Έτσι, δεν θα υπάρξει μεγάλη πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους κατά τη φετινή, δύσκολη χρονιά, αλλά θα υπάρξει πίεση στα έσοδα από προμήθειες, ενώ οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να επαναλάβουν και τα πολύ καλά αποτελέσματα από συναλλαγές, που οφείλονταν πέρυσι στην άνοδο των ελληνικών ομολόγων. Επιπλέον, αναμένεται ότι οι εξοικονομήσεις λειτουργικού κόστους θα είναι μικρότερες από το αρχικά αναμενόμενο.
Το πρόβλημα της ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών, καθώς σε μεγάλο βαθμό η βασική κεφαλαιακή επάρκεια στηρίζεται στις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις, παραμένει ένα σοβαρό μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Το ευτύχημα για τις τράπεζες είναι ότι δεν θα δεχθούν πίεση στο κοντινό μέλλον από τους επόπτες, καθώς αυτή την περίοδο προέχει η αντιμετώπιση της κρίσης που δημιουργεί η πανδημία.