Δραματικές αλλαγές στις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία, με χαρακτηριστικότερη την πρόβλεψη, στο δυσμενές σενάριο, για εκτίναξη του πληθωρισμού ακόμη και στο 7%! Ο Γιάννης Στουρνάρας καλεί την κυβέρνηση να αποφύγει μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν το έλλειμμα, ενώ επισημαίνει, απευθυνόμενος στις τράπεζες, ότι είναι αναγκαία η ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους.
Μιλώντας στη συνέλευση των μετόχων, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι ο πόλεμος στον Ουκρανία «αλλάζει τα δεδομένα διεθνώς, φέρνει την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και όλο το Δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο αντιμέτωπους με τη μεγαλύτερη πρόκληση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το μέγεθος και η διάρκεια των επιπτώσεων εξαρτώνται από την εξέλιξη του πολέμου, τον αντίκτυπο των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί και τον τρόπο αντίδρασης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η παγκοσμιοποίηση στην ουσία οπισθοδρομεί και αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας και η άνοδος των τιμών και των επιτοκίων».
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, οι προβλέψεις της ΤτΕ για την οικονομία αναθεωρούνται δραστικά προς το χειρότερο, αν και διατηρείται η αισιοδοξία ότι θα αποφευχθεί ένα νέο επεισόδιο ύφεσης. Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «η έξαρση της αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους».
Για τον ρυθμό ανάπτυξης, η ΤτΕ αναθεωρεί την προηγούμενη πρόβλεψή της ότι θα έφθανε φέτος στο 4,8% και τον κατεβάζει στο 3,8% στο βασικό της σενάριο, ενώ στο δυσμενές θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμη και στο 2,8%, «ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών».
«Αδύναμος κρίκος» για την οικονομία σε αυτές τις συνθήκες θα είναι τα νοικοκυριά, που είναι εκτεθειμένα στη μεγάλη αύξηση των τιμών. «Η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης». Οι επιχειρήσεις μπορεί να μειώσουν τις επενδύσεις τους, λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής και μικρότερη κατανάλωσης, που θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία τους, ενώ υπάρχει αβεβαιότητα και για τις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Για τον πληθωρισμό, η κεντρική τράπεζα αναθεωρεί τις προβλέψεις της επίσης δραματικά. Από το 0,6% του 2021, εκτιμά ότι θα επιταχυνθεί στο 5,2% το 2022. Στο δυσμενές σενάριο, όμως, θα μπορούσε να ανέλθει και στο 7%, σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις. Αποκλιμάκωση αναμένεται το 2023, χωρίς να είναι απολύτως βέβαιη, αλλά «υπό την προϋπόθεση της πλήρους αποκατάστασης της λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων και της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας», όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, ο διοικητής της ΤτΕ εμφανίσθηκε συγκρατημένα αισιόδοξος, χωρίς να προβλέψει ότι είναι εφικτή η επάνοδος στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης μέσα στο 2022, όπως εκτιμούσε πριν το ξέσπασμα του πολέμου. «Η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων και η σταδιακή απόσυρση των προσωρινών μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας καθιστούν εφικτή τη δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022, παρά τα προβλήματα που προκαλεί στην ελληνική οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία», ανέφερε. Η ΤτΕ υπολογίζει ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε σε 6,2% του ΑΕΠ και το χρέος σε 193% του ΑΕΠ».
Πάντως, απευθυνόμενος προς την κυβέρνηση, ο διοικητής της ΤτΕ ζήτησε «σφικτή» πολιτική σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης και νοικοκυριών. Όπως είπε, «στο νέο περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας, τα περιθώρια παρέμβασης της δημοσιονομικής πολιτικής είναι περιορισμένα. Τα νέα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και καταλλήλως στοχευμένα».
Για τις τράπεζες, ο διοικητής της ΤτΕ σχολίασε θετικά τη συνέχιση της αύξησης των χρηματοδοτήσεων το 2021, αν και με χαμηλότερο ρυθμό από το 2020 (3,7% έναντι 10%). Υπογράμμισε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί μεν σημαντικά (στο 12,8%), αλλά ο δείκτης ΜΕΔ εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Σε ρύθμιση βρίσκονται σχεδόν 4 στα 10 δάνεια και πολλά εξ αυτών εμφανίζουν πάλι καθυστέρηση, όπως σημείωσε.
Ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε ότι είναι χαμηλή η ποιότητα κεφαλαίων των τραπεζών, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (64%) και κάλεσε τις διοικήσεις να προχωρήσουν σε «ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας». Τόνισε, πάντως, ότι «είναι θετικό ότι οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και έκδοσης ομολογιακών τίτλων».