Με τη δημοφιλέστατη «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο Ηρώδειο στις 1, 2, 6 και 11 Ιουνίου, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Ούγκο ντε Άνα και αναβίωση σκηνοθεσίας Κατερίνας Πετσατώδη.
Η «Τόσκα», ένα μοναδικό οπερατικό θρίλερ, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900 στη Ρώμη και θεωρείται μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου, όπου τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 από την ΕΛΣ, στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Κάλλας στον ομώνυμο ρόλο, και από τότε παρουσιάζεται πολύ συχνά μετά από ισχυρή απαίτηση του κοινού.
Η Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, είναι μια γυναίκα παράφορα ερωτευμένη, που ζηλεύει παθολογικά τον σύντροφό της. Ο βαρόνος Σκάρπια, ένας σκοτεινός άνδρας με απόλυτη εξουσία, ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του. Ανάμεσα στους δύο βρίσκεται ο εραστής και αγνός πατριώτης Μάριο Καβαραντόσσι, ο οποίος οδηγείται στον θάνατο, όχι για τις ιδέες του, αλλά επειδή κατέχει την Τόσκα, την οποία ποθεί ο Σκάρπια. Η μηχανή είναι καλά στημένη: απ' τις παγίδες του Σκάρπια δεν θα ξεφύγει κανείς.
Στη διαδικασία της σύνθεσης της «Τόσκα», η λέξη κλειδί για τον Πουτσίνι ήταν ο ρεαλισμός. Άλλωστε, η Τόσκα είναι το κατεξοχήν έργο του κορυφαίου συνθέτη που ευθυγραμμίζεται στα ιδεώδη του βερισμού - του ιταλικού κινήματος του νατουραλισμού. Για τον Πουτσίνι ο ρεαλισμός έγκειται στην αγριότητα των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αποδίδεται από τη μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις.
Η «Τόσκα» του Ούγκο ντε Άνα -παραγωγή που πρωτοανέβηκε το 2012 στο Ηρώδειο- είναι συναρπαστική, δραματική και απολύτως συνεπής στο πνεύμα του συνθέτη, καθώς και στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το λιμπρέτο. Τα εντυπωσιακά σκηνικά, ένας τεράστιος σταυρός με τον εσταυρωμένο, μια ιερή τράπεζα, ένα εργαστήρι ζωγραφικής πλαισιώνονται από θεαματικές προβολές μνημείων της Ρώμης, θρησκευτικών συμβόλων, αλλά και βίντεο που δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παραγωγή.
Ο Ντε Άνα, ο οποίος είναι παγκοσμίως διάσημος για τα μνημειώδη σκηνικά του και την εντυπωσιακή χρήση φωτισμών και βίντεο, έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο όπως, μεταξύ άλλων, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα Μιλάνου, Αρένα Βερόνας, Όπερα του Τόκυο και Λισέου Βαρκελώνης. Την αναβίωση της σκηνοθεσίας υπογράφει η Κατερίνα Πετσατώδη, Διευθύντρια Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
«Χωρίς αμφιβολία και όχι συμπτωματικά, η Τόσκα συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μια μελωδική όπερα: ήθελε να δημιουργήσει μια μουσική που έρχεται από την καρδιά και μιλάει στην καρδιά. Ως προς αυτό, ο μουσικός εμφανίζεται αδιαχώριστος από τον "άνθρωπο του θεάτρου", όπως ο "μελωδιστής" δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον "συμφωνιστή"» αναφέρει στο σημείωμά του, ο Ούγκο Ντε 'Ανα και προσθέτει:
«Στη μουσική του διακρίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών. Ο ίδιος έλεγε: "Κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση". Γι' αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού (επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναζήτηση των σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, οξυμμένα συναισθήματα, όπως ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα θυσίας, η αγάπη για την πατρίδα…), περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις, καθώς επίσης αποσπασματικούς, φορτισμένους διαλόγους έντονης δραματικότητας. Η πολύ γνωστή υπόθεση, μια ιστορία παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στη Φλόρια Τόσκα και τον Μάριο Καβαραντόσσι, έχει ως φόντο μια πολιτική κατάσταση στην οποία επικρατεί έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αντιδιαστολή προς τη δεσποτική και σκληρή εξουσία του Σκάρπια, ο οποίος με διαβολικό τρόπο καθορίζει μια ροή εξελίξεων που επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του εραστή της Τόσκας και τη θεαματική αυτοκτονία της ίδιας: "Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!"».
Ο σχεδιασμός των εντυπωσιακών βιντεοπροβολών είναι του Σέρτζιο Μετάλλι - Ideogamma SRL και oι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι, ενώ στην αναβίωση των φωτισμών είναι ο Χρήστος Τζιόγκας. Διευθύνει ο καταξιωμένος αρχιμουσικός και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Λουκάς Καρυτινός.
Για την «Τόσκα» η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή κορυφαίων πρωταγωνιστών της όπερας με διεθνή ακτινοβολία. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τις σπουδαίες υψιφώνους Γεβγκένια Μουραβιέβα (1 & 6/6) και Τσέλια Κοστέα (2 & 11/6). Τον ρόλο του Μάριο Καβαραντόσσι ερμηνεύουν δύο εξαιρετικοί τενόροι, ο Ρικκάρντο Μάσσι (1 & 6/6) και ο Καρλ Τάννερ (2 & 11/6), ενώ τον ρόλο του Σκάρπια δύο κορυφαίοι πρωταγωνιστές της ΕΛΣ, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (1 & 6/6) και ο Γιάννης Γιαννίσης (2 & 11/6).
Τον ρόλο του Τσέζαρε Αντζελόττι ερμηνεύει ο Τάσος Αποστόλου, του Νεωκόρου ο Πέτρος Μαγουλάς, τον Σαρρόνε και τον Δεσμοφύλακα ερμηνεύει o Βαγγέλης Μανιάτης, τον Σπολέττα ο Γιάννης Καλύβας και τον Βοσκό η Εβίτα Χιώτη. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.