Πολιτική

«Τορπίλη» στη Deutsche Bank από τη Βασιλεία


Προχωρά η μεταρρύθμιση στο εποπτικό πλαίσιο, με στόχο να μην «μαγειρεύονται» οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Παρά τις αντιδράσεις από την Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Επιτροπή της Βασιλείας εμφανίζεται αποφασισμένη να σφίξει και άλλο τις... βίδες του εποπτικού πλαισίου για τις τράπεζες, φέρνοντας σε δύσκολη θέση γίγαντες όπως η Deutsche Bank, που έχουν αχανείς και αδιαφανείς ισολογισμούς. Μεταξύ άλλων επιδιώκει να αλλάξει τον τρόπο στάθμισης κινδύνων στο ενεργητικό των τραπεζών, γεγονός που θα έχει άμεση αρνητική επίπτωση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, καθιστώντας αναγκαίες ΑΜΚ και ανακεφαλαιοποιήσεις σε πολλούς τραπεζικούς κολοσσούς.

Του Νώντα Χαλδούπη

Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα από την εισαγωγική τοποθέτηση του Γουίλιαμ Κοέν, γενικού γραμματέα Τραπεζικής Εποπτείας της Επιτροπής της Βασιλείας ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρά τις αντιδράσεις που έχουν εκδηλωθεί από τράπεζες και κυβερνήσεις πολλών χωρών της ΕΕ,  η Επιτροπή επιμένει ότι ως το τέλος του έτους πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι συζητούμενες αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας των τραπεζών.

 Οπως είπε ο κ. Κοέν, σ' αυτή τη φάση προέχει να ολοκληρωθεί η μεταρρύθμιση που άρχισε μετά την κρίση, και να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με τη στάθμιση των κινδύνων στο ενεργητικό των τραπεζών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Αλχημείες στους δείκτες

Το βασικό πρόβλημα που συζητείται αυτή την περίοδο - κυρίως λόγω πιέσεων που ασκούν οι αμερικανικές εποπτικές αρχές - είναι ότι οι μεγάλες τράπεζες έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα στάθμισης των κινδύνων του ενεργητικού τους, που συνθέτουν τον αριθμητή στο κλάσμα της κεφαλαιακής επάρκειας (κίνδυνοι προς κεφάλαια). Υπάρχουν υπόνοιες ότι κάνουν κατάχρηση αυτής της δυνατότητας, περιορίζοντας τεχνητά τα στοιχεία ενεργητικού, ώστε να μειώνονται αντίστοιχα οι κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Για παράδειγμα, μια τράπεζα με τεράστιο ενεργητικό (1,8 τρισ. ευρώ), όπως η Deutsche Bank, λειτουργεί με κεφαλαιακή βάση που φαίνεται ισχνή μπροστά στο ενεργητικό της, επειδή χρησιμοποιεί εσωτερικά μοντέλα υπολογισμού κινδύνων τα οποία επιτρέπουν να εμφανίζεται ως χαμηλού κινδύνου μεγάλο μέρος του ενεργητικού, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι αυτοί οι υπολογισμοί ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Ο κ. Κοέν τόνισε ότι ορισμένα μέρη του πλαισίου εποπτείας είναι αχρείαστα περίπλοκα και δημιουργούν προκλήσεις, όσον αφορά τη δυνατότητα των τραπεζών να επιβλέπουν επαρκώς τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων.

Σφιχτότεροι κανόνες

Όπως υπογράμμισε, από αρκετές μελέτες έχει βρεθεί ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα σταθμισμένα σύμφωνα με τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών, όπως υπολογίζονται από τις ίδιες τις τράπεζες, που έχουν διαβρώσει την εμπιστοσύνη στη συγκρισιμότητα, αν όχι και στην ακρίβεια, των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Κοέν τόνισε ότι η γενική χρήση ενός τρόπου μέτρησης της κεφαλαιακής επάρκειας - στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα σταθμισμένα σύμφωνα με τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού - δεν επιτρέπει να διαμορφωθεί ένα επαρκώς ισχυρό εποπτικό πλαίσιο.

Η Επιτροπή της Βασιλείας συζητεί μεταρρυθμίσεις, που έχει εκτιμηθεί ότι θα ανεβάσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Ειδικότερα, υπό συζήτηση βρίσκεται η ενίσχυση των τυποποιημένων προσεγγίσεων των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, ώστε να βελτιωθεί η συγκρισιμότητα των δεικτών μεταξύ διαφορετικών τραπεζών.

Αυτό που έχει προκαλέσει αντιδράσεις, όμως, και ο κ. Κοέν δεν φάνηκε στην εισαγωγική του τοποθέτηση διατεθειμένος να εγκαταλείψει, είναι η πρόταση για επιβολή περιορισμών στη χρήση εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού των κινδύνων από τις τράπεζες. Οπως ανέφερε, αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, επειδή η χρήση εσωτερικών μοντέλων μπορεί να μην είναι κατάλληλη για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας.

Θα χρειασθούν πρόσθετα κεφάλαια

Επιπλέον, μια σοβαρή μεταρρύθμιση που θα πλήξει υπερβολικά μοχλευμένες τράπεζες, όπως η Deutsche Bank και η Commerzbank είναι η ήδη συμφωνημένη καθιέρωση του δείκτη μόχλευσης (leverage ratio) ως συμπληρωματικού δείκτη για την εποπτική προσέγγιση της κεφαλαιακής επάρκειας. Έτσι, τράπεζες με πολύ χαμηλά κεφάλαια σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό τους (χωρίς να υπολογίζονται οι σταθμίσεις σύμφωνα με τον κίνδυνο) μπορεί να καλούνται να αυξάνουν τα κεφάλαιά τους, ακόμη και αν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παρουσιάζονται ως υψηλοί.

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες πιέζουν οι αμερικανικές αρχές, έχοντας διασφαλίσει ότι οι αμερικανικές τράπεζες είναι πλέον επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και έχουν μειώσει σημαντικά τη μόχλευση των ισολογισμών τους, δέχονται έντονη κριτική από την Ευρώπη. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις δήλωσε πρόσφατα ότι οι ευρωπαϊκές αρχές θα απορρίψουν τα σχέδια, εάν καταλήγουν σε «σημαντική» αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Στο ίδιο εχθρικό πνεύμα κινήθηκε και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Περιέργως, όμως, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, δήλωσε χθες ότι «δεν είναι σωστό σημείο εκκίνησης των συζητήσεων να λέμε πως, ό,τι και αν συμβαίνει στην Βασιλεία, δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε σε αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Νομίζω ότι η προσέγγιση πρέπει να είναι διαφορετική».

Οπως εξήγησε, πρέπει να αποδεχθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι είναι θεμιτός ο σκοπός των μεταρρυθμίσεων. Να αναγνωρίσουν δηλαδή ότι οι τράπεζες δεν πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, εμφανίζοντας ότι χρειάζονται λιγότερα κεφάλαια για να επιβιώσουν σε περίπτωση χρηματοπιστωτικής κρίσης.

 
Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις