Οικονομία

Ενέσεις ρευστότητας και τόνωση ηθικού από τους ισχυρούς του G7


Μεγάλες ενέσεις ρευστότητας από τις ισχυρές κεντρικές τράπεζες περιμένουν οι αγορές και η παγκόσμια οικονομία το αμέσως προσεχές διάστημα, καθώς οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες του G7 ανέλαβαν τη δέσμευση ότι θα χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να σταματήσουν τη δυναμική ύφεσης και την πτώση των χρηματιστηρίων, που έχει προκαλέσει η επιδημία του κοροναϊού.

Σε μια σπάνια, έκτακτη τηλεδιάσκεψη, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες του G7 απέφυγαν μεν να ανακοινώσουν συγκεκριμένα μέτρα, όπως είχαν κάνει στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του 2008 – 2009, όμως επανέλαβαν τη δέσμευσής του ότι «θα χρησιμοποιηθούν όλα τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής για να επιτευχθεί ισχυρή, βιώσιμη ανάπτυξη και να προστατευθεί η παγκόσμια οικονομία από τους κινδύνους υποχώρησης».

Οι αγορές δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως από το ανακοινωθέν του G7, καθώς είχαν αναπτυχθεί προσδοκίες για την ανακοίνωση συγκεκριμένων πρωτοβουλιών από τους ισχυρούς της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως, το επόμενο διάστημα αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον οι κινήσεις των δύο μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών, της αμερικανικής Fed και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες έκαναν μέσα σε λίγες ημέρες μια μεγάλη στροφή πολιτικής, περνώντας από την ακινησία στην προετοιμασία νέων παρεμβάσεων για την τόνωση των αγορών και της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο Τζερόμ Πάουελ της Fed έκανε την πρώτη κίνηση, την περασμένη Παρασκευή, ανακοινώνοντας, την ώρα που κατέρρεε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να υποστηρίξει την οικονομία. Αυτό ήταν μια σημαντική ανατροπή, καθώς ως τότε η Fed ήταν πιστή στην πολιτική που είχε χαράξει από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, σύμφωνα με την οποία η μείωση του βασικού επιτοκίου από 2% σε 1,75%, τον Οκτώβριο, ήταν και η τελευταία για το ορατό μέλλον, καθώς δεν αναμενόταν αλλαγή στα επιτόκια μέσα στο τρέχον έτος.

Η αγορά προεξοφλούσε ότι η Fed, που έχει και τα μεγαλύτερα περιθώρια για μείωση επιτοκίων, θα κινηθεί με γρήγορους ρυθμούς, με μια μείωση κατά 0,50% το αργότερο στις 17 – 18 Μαρτίου, που θα γίνει η προγραμματισμένη συνεδρίαση των κεντρικών τραπεζιτών, όπως και έγινε. Ως τον Ιούνιο, εκτιμάται ότι θα έχει γίνει άλλη μία μείωση κατά 0,25%, φέρνοντας στο 1% το βασικό αμερικανικό επιτόκιο, ενώ δεν αποκλείεται, αν η αναταραχή που έχει προκαλέσει η επιδημία συνεχισθεί, να δούμε το επιτόκιο του δολαρίου και κάτω από το 1%.

Ακόμη πιο θεαματική ήταν η... κωλοτούμπα της Κριστίν Λαγκάρντ, καθώς μέσα σε λίγα 24ωρα η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πέρασε από το «παρακολουθούμε και περιμένουμε» (αυτό ήταν το συμπέρασμα από τις δηλώσεις στους Financial Times την περασμένη Παρασκευή) στο «είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να στηρίξουμε την οικονομία», που ήταν το μήνυμα της χθεσινοβραδινής δήλωσής της.

Το μεγάλο πρόβλημα της ΕΚΤ, πέρα από τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις που έχει προκαλέσει η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης, είναι ότι η νέα αναταραχή την βρίσκει με σχεδόν εξαντλημένο το «οπλοστάσιο» νομισματικής πολιτικής, αφού ήδη τα επιτόκια είναι στο μηδέν ή αρνητικά, ενώ η τράπεζα εφαρμόζει ήδη πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ποσοτική χαλάρωση).

Σύμφωνα με πληροφορίες και εκτιμήσεις αναλυτών, όμως, υπάρχουν δύο μέτρα που εξετάζονται από την κεντρική τράπεζα, στο πλαίσιο μιας νέας προσπάθειας για στήριξη της οικονομίας και των αγορών: το πρώτο είναι η περαιτέρω μείωση του αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες κατά 0,10%, ώστε να δοθεί ένα επιπλέον κίνητρο στις τράπεζες να τροφοδοτήσουν με ρευστότητα την οικονομία.

Το δεύτερο, σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε το Reuters, είναι να ενισχυθεί το πρόγραμμα στοχευμένης παροχής ρευστότητας στις τράπεζες (TLTRO), ώστε να αυξηθούν οι χορηγήσεις δανείων σε επιχειρήσεις που ζητούν ρευστότητα για να αντιμετωπίσουν τη διεθνή αναταραχή. Οι τράπεζες που θα καλύπτουν συγκεκριμένους στόχους θα βγαίνουν κερδισμένες, αφού τα δάνεια αυτά θα δίνονται με το αρνητικό επιτόκιο που ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες, δηλαδή οι τράπεζες θα πληρώνονται για να δανείζουν.