Πολιτική

Το «Βήμα», το λιβάνισμα στις τράπεζες και η δημοσιογραφία των payroll


Τώρα που τα έντυπα του ΔΟΛ κλείνουν και οι δημοσιογράφοι του μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα, χωρίς δεσμεύσεις και αναστολές, αρχίζει και εκ των έσω κριτική για τα «πεπραγμένα» του Συγκροτήματος και τη στάση πολλών δημοσιογράφων του, που συνετέλεσαν στη απαξίωση των εφημερίδων του.

Με μια τολμηρή ανάρτηση στο λογαριασμό της στο Facebook, η επί σειρά ετών δημοσιογράφος του «Βήματος» Λώρη Κέζα, επισημαίνει ότι «Το Βήμα» έχασε την αξιοπιστία του λιβανίζοντας ένα στρεβλό τραπεζικό σύστημα. Και η στρέβλωση κατάπιε την εφημερίδα».

Στην ανάρτηση της  ασκεί σφοδρή κριτική στην εφημερίδα, τονίζοντας ότι «χάιδευε» τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, παρουσίαζε την εξωραϊσμένη εικόνα του συστήματος και δεν άσκησε κριτική στις κυβερνήσεις για τις ανακεφαλαιοποιήσεις, μέσω των οποίων δόθηκαν δεκάδες δισεκατομμύρια σε «θεσμικούς τοκογλύφους».

Όπως αναφέρει η Λ. Κέζα, «σε μια περίοδο όπου σε κάθε σπίτι δινόταν μια μάχη με τις τράπεζες, το Βήμα έγραφε λιβανωτούς για κερδοφορίες, που ήταν εντελώς έξω από την παγκόσμια κλίμακα τραπεζικής ανάπτυξης», 

Οι βολές της στρέφονται  και κατά συναδέλφων της δημοσιογράφων, στους οποίους καταλογίζει ότι μπήκαν στα μισθολόγια των τραπεζών και έγιναν φερέφωνα τους.  «Ενα σύμπλεγμα από μικρά και μεγάλα ατομικά συμφέροντα - αυτή ήταν η προσέγγιση αντί του αληθινού ρεπορτάζ», γράφει η δημοσιογράφος του «Βήματος».

Το πλήρες κείμενο της ανάρτησης

«Το Βήμα είχε ξεχάσει να κρίνει τις τράπεζες και να τις ελέγχει δημοσιογραφικά. Δεν έβαζε στο πρωτοσέλιδο τις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές τους. Σε μια περίοδο όπου σε κάθε σπίτι δινόταν μια μάχη με τις τράπεζες, το Βήμα έγραφε λιβανωτούς για κερδοφορίες που ήταν εντελώς έξω από την παγκόσμια κλίμακα τραπεζικής ανάπτυξης.

Υπάρχουν εκατοντάδες δικαστικές αποφάσεις για μονομερή αύξηση των τόκων, για παράνομα «έξοδα φακέλου», για καταστρατήγηση της διαφάνειας σε κυμαινόμενο επιτόκιο, για επιβολή εξόδων στην παρακολούθηση καταθέσεων, για πρακτικές παρενόχλησης, κι άλλα, κι άλλα. Αυτά ήταν πάντα στο περιθώριο της δημοσιογραφικής έρευνας. Το Βήμα έπαιρνε το μέρος του τραπεζίτη, προσπερνώντας τα όλα αυτά ως δευτερεύοντα. Ακόμα κι όταν ο τραπεζίτης ήταν απατεώνας.

Το Βήμα δεν άσκησε επαρκή, αυστηρή κριτική στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος. Δεν έκρινε σε βάθος τις κυβερνήσεις που πριμοδότησαν με δισεκατομμύρια ευρώ τους θεσμικούς τοκογλύφους. Δεν πήρε θέση απέναντι στα στελέχη των τραπεζών που πέτυχαν το ακαταδίωκτο για τα τυχόν λάθη τους.

Νόμιζαν ορισμένοι ότι επειδή τρώνε και πίνουν με τους τραπεζίτες, γίνονται φιλαράκια τους. Καμάρωναν για τις γνωριμίες τους, επαίρονταν για την πρόσβαση που έχουν «στο σύστημα». Επέτρεψαν σε συντάκτες να μπουν στα μισθολόγια των τραπεζών_ επέτρεψαν ή ανέχτηκαν, το ίδιο είναι. Μικρή πόλη, όλοι ξέρουμε. Ένα σύμπλεγμα από μικρά και μεγάλα ατομικά συμφέροντα, αυτή ήταν η προσέγγιση αντί του αληθινού ρεπορτάζ.

Δεν υπάρχει επιλογή στο ερώτημα «να είμαστε με την πλευρά των τραπεζών ή με την πλευρά των καταναλωτών». Ο δημοσιογράφος δεν είναι φιλαράκι κανενός, δεν παίρνει το μέρος κανενός, δεν διαφημίζει, δεν συγκαλύπτει. Το Βήμα έχασε την αξιοπιστία του λιβανίζοντας ένα στρεβλό τραπεζικό σύστημα. Και η στρέβλωση κατάπιε την εφημερίδα».