Η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας, που αποδίδεται από την πλειοψηφία των αναλυτών σε συγκυριακούς λόγους (κυρίως στο προσφυγικό), είναι την ίδια στιγμή η ολοκλήρωση ευρύτερων σταδιακών αλλαγών οι οποίες συντελέσθηκαν στις σχεδόν τρεις δεκαετίες που πέρασαν από την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών το 1989-90: Η ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας έπαψε πλέον να ταυτίζεται με μια περαιτέρω εμβάθυνση με δυναμική ομοσπονδιακής μετεξέλιξης, ενώ διερράγη η κοινωνική συναίνεση και συνοχή που βασίσθηκε τόσο στην παράδοση του Μπίσμαρκ του 19ου αιώνα όσο και στην μεταπολεμική κοινωνική οικονομία της αγοράς, υπό τη σκέπη της οποίας ο Αντενάουερ και ο Έρχαρντ οικοδόμησαν, με τη στήριξη του σχεδίου Μάρσαλ, το μεταπολεμικό δυτικογερμανικό «οικονομικό θαύμα».
Έστω και με υψηλό εσωτερικό πολιτικό κόστος, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες θα αναζητήσουν μέσα από μια δύσκολη διαπραγμάτευση και οδυνηρές εσωκομματικές διαδικασίες τον κοινό προγραμματικό παρονομαστή προκειμένου να συγκροτήσουν νέα κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», την τρίτη μετά το 2005. Σε καμία περίπτωση η αίσια έκβαση, προς την οποία πιέζει και η επιχειρηματική ελίτ της χώρας, δεν μπορεί να θεωρηθεί προεξοφλημένη, παρά το γεγονός ότι, υπό ορθολογική προσέγγιση, αποτελεί μονόδρομο.
Όποια και αν είναι όμως η πλατφόρμα συνεργασίας των δύο κομμάτων συνολικά και ειδικότερα ως προς την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η προεκλογική εκστρατεία, το αποτέλεσμα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου αλλά και οι ατυχήσασες μετεκλογικές διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων επιβεβαιώνουν μια μη αναστρέψιμη πολυδιάσπαση/κατάτμηση και συνεπώς μια μακράς διαρκείας αποσταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής της χώρας.
Πρόκειται για την ολοκλήρωση της κατάρρευσης/αποσύνθεσης των μεταπολεμικών σταθερών της Δυτικής Γερμανίας: Κοινωνική συναίνεση, συνδιαχείριση, πολιτική σταθερότητα και ταύτιση των ζωτικών συμφερόντων σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει αν οι παραπάνω συνιστώσες του στίγματος της Δυτικής Γερμανίας ή της Δημοκρατίας της Βόννης ήταν συνειδητή επιλογή, υπό το βάρος της καταστροφικής ήττας του 1945, ή μονόδρομος προσανατολισμός, με δεδομένη τη λογική του ψυχρού πολέμου, δηλαδή τη διαίρεση της Ευρώπης και της Γερμανίας.
Το πρώτο μήνυμα ήρθε νωρίς, όταν τον Ιούνιο του 1991 ξέσπασε η σύγκρουση στη Γιουγκοσλαβία και η ενιαία πια Γερμανία συνέδεσε ωμά και εκβιαστικά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης ενόψει του Μάαστριχτ με την αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας από τα 12 μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Το επεισόδιο θεωρήθηκε κρίση προσαρμογής, και το Βερολίνο έδωσε στη συνέχεια δύο φορές δείγματα γραφής της βούλησής του για ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνοχή: Μια περιοριστική εκδοχή σκληρού πυρήνα με το σχέδιο Σόιμπλε – Λάμερς, το φθινόπωρο του 1994, και μια συνολική, την άνοιξη του 2000, με την πρόταση Φίσερ για υιοθέτηση ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Το ναυάγιο της Συνταγματικής Συνθήκης στο γαλλικό δημοψήφισμα, την άνοιξη του 2005, χρέωσε την ευθύνη στους Γάλλους ψηφοφόρους και υποτιμήθηκε η εύκολη προσαρμογή της Γερμανίας στον ευρωπαϊκό μινιμαλισμό της Συνθήκης της Λισσαβόνας, δύο χρόνια μετά.
Μετά από τρία χρόνια ευρωπαϊκής αφωνίας, όταν τον Σεπτέμβριο του 2008 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Γερμανία επέλεξε την εθνική αναδίπλωση και περιχαράκωση και μια αλά καρτ ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, μια γραμμή πλεύσης που, παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις, έμεινε κατά βάση σταθερή μέχρι και σήμερα.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική και πολιτική συναίνεση που θεμελίωσαν μεταπολεμικά οι Αντενάουερ και Έρχαρντ, τα πρώτα μηνύματα για τον σταδιακό τερματισμό της ήλθαν την επόμενη μέρα της ενοποίησης του Οκτωβρίου του 1990: Αντί για ένα γερμανικό «Σχέδιο Μάρσαλ», που θα διασφάλιζε την πραγματική σύγκλιση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία, επιλέχθηκε το μοντέλο της ενοποίησης της Ιταλίας το 1870, όπου ο Νότος περιθωριοποιήθηκε παραγωγικά και έγινε παρασιτικός και επιδοτούμενος.
Στη συνέχεια ήρθε η ώρα της Ατζέντας 2010 του Σοσιαλδημοκράτη Καγκελαρίου Σρέντερ, που, στο όνομα της διαφύλαξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων εντός συνόρων, κατεδάφισε εργασιακά και κοινωνικά κεκτημένα που είχαν κωδικοποιήσει οι Αντενάουερ και Έρχαρντ μεταπολεμικά με την κοινωνική οικονομία της αγοράς και των οποίων οι ρίζες έφθαναν στο κοινωνικό κράτος του Μπίσμαρκ μετά το 1880.
Έτσι διαμορφώθηκαν αργά αλλά σταθερά, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη, οι νέες ευρωπαϊκές σταθερές της Ομοσπονδιακής Γερμανίας: Ευρώπη αλά καρτ, όπου υπάρχουν ορατά κέρδη και οφέλη, και περιχαράκωση όπου υπάρχει ενδεχόμενη αμοιβαιοποίηση του κινδύνου, καθώς και φόβος μη αναστρέψιμης απώλειας της εθνικής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, η εγχώρια επιβολή της Ατζέντας 2010 με σχετικά ανεκτό κόστος κατέστησε την εξαγωγή της στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκή προτεραιότητα των κυβερνήσεων υπό την Μέρκελ από το 2005 μέχρι και σήμερα.
Υπό το φως των παραπάνω, η αποδόμηση της πολιτικής-κυβερνητικής σταθερότητας, η απομάκρυνση από τη σταθερότητα της Δημοκρατίας της Βόννης προς έναν ελεγχόμενο πολυκομματισμό της Δημοκρατίας του Βερολίνου –ο οποίος σήμερα τείνει να βγει εκτός ελέγχου, θυμίζοντας την αστάθεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης– ήταν ζήτημα χρόνου.
Στη δεκαετία του ’80 εμφανίσθηκε και κατοχυρώθηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή το Κόμμα των Πρασίνων, το οποίο δεν απείλησε τη δικομματική σταθερότητα Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, με ήσσονα ρυθμιστικό εταίρο τους Φιλελευθέρους. Η κυβερνητική συνεργασία των Πρασίνων με το SPD την περίοδο 1998-2005 έθεσε απλώς το ερώτημα αν οι Πράσινοι θα υποκαθιστούσαν σταθερά τους Φιλελεύθερους στο χώρο του Κέντρου.
Μετά την ενοποίηση εμφανίσθηκε και πέμπτο κόμμα γύρω από το πρώην ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας, το οποίο, με την προσχώρηση της πτέρυγας Λαφοντέν, που αποσχίσθηκε από το SPD μετά το 1998, μετεξελίχθηκε στο σημερινό Κόμμα της Αριστεράς (die Linke). Ένα κόμμα που στην πορεία και τις μεταλλάξεις του παραμένει οριοθετημένο ως κόμμα που εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο ψηφοφόρους από την πρώην Ανατολική Γερμανία.
Τελευταίο στη σειρά νέο κόμμα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που ιδρύθηκε την άνοιξη του 2013 ως μονοθεματικό ευρωσκεπτικιστικό κόμμα και το οποίο από το 2015 και μετά επένδυσε στο προσφυγικό και στη ρατσιστική-ξενόφοβη ρητορική και μεταλλάχθηκε σε πολυσυλλεκτική Ακροδεξιά.
Το AfD δεν συμπιέζει απλά και μόνο την κοινοβουλευτική αριθμητική, καθιστώντας δύσκολα όλα τα κυβερνητικά σενάρια, πλην του «μεγάλου συνασπισμού». Εγκλωβίζει τους Φιλελευθέρους σε μια πλειοδοσία ακραίων θεάσεων, αλλά κυρίως πυροδοτεί δυναμική περαιτέρω χειραφέτησης/αυτονόμησης των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση.
Επί της ουσίας, η Ομοσπονδιακή Βουλή, της οποίας προεδρεύει ο Σόιμπλε, είναι επτακομματική, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επόμενη κυβέρνηση.
Ένας νέος «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών θα είναι πιο εύθραυστος και πιο αδύναμος από τον απερχόμενο: Οι Χριστιανοδημοκράτες και η Μέρκελ πιέζονται από την εκλογική βάση για διόρθωση πορείας προς τα δεξιά και, την ίδια στιγμή, οι Σοσιαλδημοκράτες και ο Σουλτς πιέζονται για στροφή προς τα αριστερά.
Ένας νέος «μεγάλος συνασπισμός» στη Γερμανία θα παραπέμπει περισσότερο στο εγχείρημα Μακρόν για συσπείρωση των ευρωπαϊστών των Σοσιαλιστών και της Δεξιάς απέναντι στην Ακροδεξιά της Λεπέν, παρά σε δύο πόλους που κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό και μοιράζονται τη διακυβέρνηση ως συνειδητή επιλογή για την προώθηση αλλαγών στη χώρα, την Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Με δύο λόγια, κυβερνήσεις «τελευταίας ευκαιρίας» στη Γερμανία και τη Γαλλία, ώστε να αποτραπεί μια ανεξέλεγκτη πολιτική αποσταθεροποίηση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καλούνται να κάνουν μια στροφή ευρωπαϊκής εμβάθυνσης, το κόστος της οποίας δεν θέλησαν να το αναλάβουν ισχυρότεροι και σταθερότεροι προκάτοχοί τους.
Η πίεση είναι ασφυκτική, καθώς ο πραγματικός εκλογικός ορίζοντας δεν είναι οι εκλογές της άνοιξης του 2022 στη Γαλλία και του Σεπτεμβρίου του 2021 στη Γερμανία, αλλά οι ευρωεκλογές της άνοιξης του 2019, σε ενάμιση χρόνο από σήμερα…
* Το ΕΝΑ είναι ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ερευνητικό κέντρο. Αποτελεί ένα βήμα ελεύθερου διαλόγου και ένα χώρο δημιουργίας και διάδοσης εναλλακτικών ιδεών με τελικό στόχο το μετασχηματισμό τους σε εφαρμόσιμες θεωρίες και πολιτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.